Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2009


Τα  εξ αφορμής – πάρεργα


Βιογραφικό σημείωμα


Ο Γιώργος N. Μανέτας είναι απόμαχος Έλληνας ναυτικός και ποιητής. Γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1961 στην Αθήνα από Κερκυραίους γονείς και από το 1990 είναι νυμφευμένος με την ποιήτρια Δήμητρα Δελακούρα (Λιζέτε Ντε Σόουζα Σερκέιρα). Τα έτη 1977 – 1996 εργάστηκε ως ναυτεργάτης σε ελληνικής και ξένης πλοιοκτησίας φορτηγά και γκαζάδικα ποντοπόρα πλοία. Σήμερα ζει στην Αθήνα και δραστηριοποιείται αποκλειστικά στο χώρο της λογοτεχνίας. Είναι τακτικό μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών από το 1997 και νυν πρόεδρος της Εξελεγκτικής της Επιτροπής – (2018 – 2020)

‘Eχει εκδώσει τα βιβλία: 

Θάλασσα, ποιήματα (1997) 
Αστρολάβος, ποιήματα (1998) 
Οξυτέρα Εγγυτάτη, ποιήματα (1999) 
Ναυσίν Άριστοι, ποιήματα (2001)
CD Ανθολογία Ποιημάτων (2004)

Ναυσίν Άριστοι, ποιήματα Άπαντα τόμος Α’ (2018)
Της Θάλασσας, ποιήματα Άπαντα τόμος Β’ (2018)
από τις εκδόσεις Αρισταρέτη – Τιμής Ένεκεν

Blog: Ανθολόγια 👇🏾 Ποίησης Α' & Β'
1) http://gmanetas.blogspot.com/
2) http://georgemanetaspoetry.blogspot.com/


Το γένος των Κτηνανθρώπων

https://georgemanetasexaformis.wordpress.com/

Από τα «Εν όλω» Δυστοπικά
( 5 / 2 / 2009 – 29 / 12 / 2014 )




Ζυγός


Η γλώσσα του ηθικού και ενάρετου λογοτέχνη, είθισται δομημένη
με υλικά συγκροτήσεως πεπαιδευμένα και ικανά να υπηρετούν την τέχνη του
με συνέπεια ωρολογοποιού. Αυτονόητον δε, να εικονίζει την εποχή του
ουσιώνοντάς την με μεθόδους νοηματικούς και μηνυματικούς.
Να αντιτάσσεται, στην εξελικτική της εποχής του παθητικότητα.

Ο ορθός της εκτιμήσεως λόγος του, ευπρόσδεκτος είναι, και όταν αληθώς δίδεται,
παρήγορος είναι. Αυτός, ο ηθικός και ενάρετος, είναι ο της ευθύνης συμμετοχικός
και πρέπει υποταγμένος, χάριν της τέχνης του, να ικανώνει τον άνθρωπο
αιτιολογώντας του τα αναιτιολόγητα της υπάρξεώς του παρένθετα.

Ο κοινωνός αυτός Άνθρωπος, είναι ο της προγονικής νοήσεως πρόδρομος ικανός,
και ως ζυγοστάτης των λέξεων πρωτουργός, άρχει, ζυγίζοντάς μας
καιρούς αμελείς και ανερμήνευτου...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Τι φταίει, λοιπόν…;


Μη σε κορφή, και λούφαξε; Μη σε σπηλιά, κοιμάται;
Μη το δρομί, κατέβηκε, με κείνη τη φορά μου;
Δίχως στο τάχει να ριγεί και δίχως να φοβάται;
Ποιος μου την έχει; Πείτε μου! Πού κρύφτηκε, η χαρά μου;

Μην έπεσε στου πηγαδιού, στο πέρα δάσος, που ’χει;
Μη μου τη γλύκανε κανείς και πήρε την, μακριά μου;
Μη μου την πήραν τα στοιχειά, του Χάροντα οι κλειδούχοι
και δεν τη φτάνει για να δει η κοφτερή ματιά μου;

Τι φταίει, λοιπόν; Ποιος με μισεί; Ποιος θέλει το κακό μου;
Οι αναπαυμένοι, μήπως το; Μη τα χτικιά, οι τρακόσοι;
Μη με χαλάει της ξενιτιάς το κακορίζικό μου;
Ποιος τυραννάει την τύχη μου, και θέλει να, ξεστρώσει;


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αποδημίες


– Ακαθόριστα μ’ είδες σ’ έναν άγνωστο τόπο
στοιχειωμένη και γύρω να με ζώνει ερημιά.
Μη ματώνεις για μένα καταβάλλοντας κόπο.
Τα δικά μου τα χείλη δίχως γεύση καμιά. 

– Κρίνου χρώμα χλωμό να σε φέγγει με χάρη.
Προσπαθώ να σε φτάσω μα τα χέρια λειψά.
– Τι ’ναι κείνο που κρώζει την ψυχή για να πάρει;
– Μην ο δαίμονας – γύπας το κορμί που διψά; 

Μην ο γρίφος – τριγμός πως μια ρίζα ζυγώνει; 
Μην της σάρκας εκείνο που σου τρώει τη θωριά;
– Σ’ ακατάληπτη γλώσσα μου μιλάς που ματώνει. 
Βρίθω αρρίζωτη χώμα σε κενό μιαν oργιά. 

Ύπνος θα ’ναι που φόβος ξαφνικός μ’ ένα δάκρυ. 
– Γείρε στ’ άλλο πλευρό σου μα διπλώσου σιγά.
– Το μνημούρι στενό και μπερδεύω ποιαν άκρη.
– Να προσέχεις! – Ποιον πρέπει; – Την ψυχή που λυγά.

– Δεν το σώμα δειλό κι η ψυχή που φοβάται.
Δεν η ζέστη, το κρύο κι όσα που ’χω πληγεί. 
( Ό,τι κι όσα χρωστώ, καταγής ποιος θυμάται;)
Είν’ η πίκρα που νιώθω, στη δική – ξένη γη… 


©Γιώργος Ν. Μανέτας

Κύριε…


παρακαλώ για μιαν ευχή, σ’ ό,τι κακό μας βρήκε…
κι αν σας ζητώ, τη λύπη σας στον πόνο που μου βγήκε,
είναι γιατί, στη χώρα μου, οι κυνοβουλευτάδες
απαρνηθήκαν τον αγρό και γίνανε λεφτάδες.

Της διαβολής οι ακίδες τους, στου δαίμονα τα βέλη.
Δεν μεσουράνησαν ποτέ, της πονηριάς οι αγγέλοι.

Παρακαλώ, προσέξετε το γλυκομίλημά τους,
τ’ απόμακρο, το σκοτεινό κείνο τ’ ανάβλεμμά τους.
Δεν είναι κρίμα μου η σοδειά, άπιαστη πάντα να ’ναι;
Δούλεψα! ξενοδούλεψα, μα τα παιδιά πεινάνε.

Βγήκανε φίδια και σκορπιοί, μα θα ’ν’ μόνο για λίγο.
Γράψε· του κλέψαν τη σοδειά, τ’ αμπέλι από τον τρύγο.

Γι’ αυτό και μόνο σας ζητώ, μην λυπηθείτε, διόλου!
Τα βδελυρά, τ’ ακάθαρτα, στην εύνοια του διαβόλου.
Σφαλίστε μον’ τα μάτια μου, τ’ ανάξιο τούτο στόμα,
κι όσα που γράφτηκαν εδώ, ας παν όλα στο χώμα.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Το καράβι


Η νύχτα αυτή, που της αυγής προβόδισε το ντύμα,
λούζει με δάκρυα νοτερά της υγρασίας, καράβι:
Αυτό όπως πλέει μες στην ωχρή λιγόφωτη νεφέλη,
μοιάζει ταξίδι απόκοσμο να προσδοκά, σε αβύσσους.

Σε αυτό το ανέγγιχτο πυκνό και αδιόρατο σκοτάδι,
διασπάει αργά τους μυστικούς και χωροχρόνους κόσμους,
τόσο, που στ’ άφθαρτα σημεία των καταρτιών του πάνω,
μνήμες – θηλιές και γογγυσμοί, με μυστικά αχερούσια.

Από τα ξάρτια του γκρεμοί αρχαίων οστέινων κόσμων
με λίθινες συρτές λαλιές, σαν ψαλμωδία δαιμόνων –
με αφορεσμών ονόματα κι αναθεμάτων μίση,
αυτά τα χάη θανάσιμα διαρρήγνυαν, βρίζοντάς τα.

Τη νύχτα αυτή, η ερεβική και μεσονύχτια σκέψη,
στους οδυρμούς της πρόσθεσε τ’ αρχαίο αυτό καράβι.
Στ’ ανοίγματα και στις οπές του μυστικού του κόσμου,
κατόπτρισε μιαν άλυσο και τ’ όνομά του: ΑΔΑΛΛЭ ﻤ ﻤ ﻤ ﻤ ﻤ ﻤ


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Έπεα πτερόεντα

Ελλάς VII


Σαν φτερό που τ’ απέκοψαν και η βροχή παρασέρνει,
που βουλιάζει, όταν άνεμος στο βυθό παραδέρνει,
που παλεύει με τ’ άγνωστα καιρικά για να υπάρξει,
έτσι, ο άνθρωπος βάλλεται. Και ζητεί να τ’ αλλάξει,

μα… δεν εύκολο διόλου! Στην αδιάκοπη πάλη,
στον αγίνωτο κόσμο του που τον νου του προσβάλλει,
που ο ποιμήν άρχει δύστροπα και το ερίφι σφαδάζει,
έτσι, ο άνθρωπος βάλλεται. Σαν την κάργια που κράζει,

πλήθος γύρω του κήνσορες στων Βουλών τ’ άγριο δώμα –
δοτά πένθιμα κύμβαλα δίχως κοίλον, κι ακόμα
σαν ο αοιδός σε πανήγυρη – ως εν εύηχος σκύλος,
έτσι, ο άνθρωπος βάλλεται. Φανερά και προδήλως,

σαν τη σκλήθρα την ξύλινη (κι όλα τ’ άλλα πιο πάνω)
παρασύρθηκες, μάτια μου. Σαν καράβι που χάνω,
που βουλιάζει, όταν άνεμος πέρ’ αδιάκοπα σέρνει…
Έτσι, αδιάκοπα βάλλεσαι κι ο καιρός παρασέρνει… 


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αν είχα…


Αν είχα, εκείνη τη θωριά του Παλαμά, στη σκέψη,
τη βαθυστόχαστή του ορμή, το φλογερό του πάθος,
κοντυλοφόρους θ’ άδειαζα γι’ αυτούς που ’χουνε κλέψει…
Ποιος τα ’φαγε, ποια γνάθος…

Αν είχα, εκείνη του Σουρή, την πεισμωμένη πένα,
με τη θανάσιμη γραφή· το θυμωμένο μάτι· 
θα σου ’λεγα, κοπριταρά, που τρως από τη γέννα,
το μέλι και τ’ αλάτι:

«Θα σου ’ρθω Μεγαλέξανδρος, και μια με το σπαθί μου – 
θα σε λιανίσω, ρεμπεσκέ, που την Ελλάς ξεφτάς…
Ρε “Φασουλή, Φιλόσοφε” χλαπάκιασες τη γη μου,
κι απέ μου τη ζητάς;»

Αν είχα γίνει, Σολωμός, Κάλβος αν είχα γίνει…
ή Ρήγας· με τους χάρτες μου να κεραυνώνω εχθρούς,
θα ’χα τη δύναμη να πω ποιος το “παιχνίδι στήνει”,
ποιος προσδοκά μικρούς…

Κι αν είχα, το “Υστερόγραφο” του Κατσαρού, εγώ γράψει,
και τη “Διαθήκη” αν είχα εγώ, πριν απ’ αυτόν, σκεφτεί,
όρνιο, παπάς αν τ’ άκουγε, θα ζήταγε να κλάψει…
Ποιος ήθελε, κρυφτεί! 


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κρατοπτρισμοί


Απ’ το κρεβάτι αντικριστά και πάνω απ’ το τραπέζι,
έναν καθρέπτη έχω παλιό δαρμένο απ’ τον καιρό
που όταν νυχτώνει, μια γοργόνα βλέπω να μου γνέφει,
να μου ζητάει να βυθιστώ μαζί της, στο νερό.

Ακόμη, βλέπω ένα παλιό παράταιρο καράβι
με τα φανάρια του σβηστά και τα πανιά σκισμένα,
και κάποιον ναύτη αθώρητο στη νύχτα, να μου γνέφει
για να του φέξω τα ίσαλα, μην είναι σαπισμένα.

Ακόμη, ψίθυρους ακούω στο μένος των ανέμων
με ανούσιες ρίμες μυστικές και χθόνια κοσμημένες,
τόσο, που τις αισθήσεις μου μην χαρωπά ξυπνάνε,
δεσμεύοντας των νυσταγμών συνήθειες ειλημμένες.

Κι ακόμη, εσένα βλέπω εκεί φανταστικέ αναγνώστη,
κρυφά στο μισοσκόταδο τον πόνο να ξεχνάς
γελώντας, συμ – βουλευτικά κι ευέξαπτα να γνέφεις…
πως το δικό σου βάσανο, δεν φεύγει όταν γελάς.

……………………………………………..

Πάνε τρεις νύχτες που ξυπνώ σε κείνο τον καθρέφτη
κι αφυπνισμένα βλέπω εκεί δυο μάτια να κοιτούν,
τόσο καχύποπτα θαρρώ που με περνάω για κλέφτη,
μα λέω μη δώσω κι αφορμή, για εμένα να ντραπούν. 


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Υμίν…


Καράβι, ακριβοθώρητο στη ποντοπόρο ρότα,
άγνωστο, δίχως όνομα και δίχως προορισμό,
γιατί στην άγρια τη νυχτιά πας με σβυσμένα φώτα;
Πες μου, ποιος σε κατάντησε σε τέτοιο μαρασμό;

Καράβι, εσύ που αγάλλεσαι στην επωδή του ανέμου,
που δεν φοβήθηκες ποτέ τα ερέβη της νυκτός,
εσύ, ζωσμένο θάλασσα του μόχθου, σύντροφέ μου 
πες μου, ο βυθός πια γέμισε και δεν είναι βατός;

Καράβι, εσύ τώρα γερτό κι απανθρωποδαρμένο,
που θα πλαγιάσεις στην υγρή σε λίγο πλησμονή,
καράβι, εσύ που στέκεσαι λειψό, αποθαρρημένο,
πες μου, πώς τόνους άντεξες με φορτο – υπομονή;

Καράβι, δίχως άγκυρα και δίχως αξιοπρέπεια,
που εντός ολίγου θα ριχτείς στην άγρια τη σιωπή,
που οι καιροσκόποι διάττοντες σου φέρθηκαν με απρέπεια,
μη σαν τα κέρδη, στέρεψαν ο πόνος και η ντροπή;

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Της Ξενιτιάς

Στους Έλληνες, όπου γης

Παιδί μου, πούθε κίνησες και πού γι’ αλλού πηγαίνεις;
Μην πας στη μαύρη ξενιτιά που δε φυτρώνουν κρίνα;
Που δεν γκαστρώνεται η σπορά στη γης για να καρπίσει;
Καμάρι μου, τι σου ’καναν κι όλο μιλάς για κείνα;

Άνοιξη, πώς για να χαρείς; Πουλάκι, πού θ’ ακούσεις;
Πού θα ’βρεις γάργαρο νερό, να πιεις και να χορτάσεις;
Κι άμα χορτάσεις, πού σκιά; Πού δέντρο, ν’ ακουμπήσεις;
Πού θα ’βρεις μέντα, ρίγανη, βασιλικό να μάσεις;

Κι άμα θελήσεις, εκκλησιά; Ένα κερί, ν’ ανάψεις;
Κι άμα θελήσεις, προσευχή κι ένα σταυρό να κάνεις;
(Της Δύσης, τ’ άγρια τα θεριά, που μοιάζουν στους ανθρώπους,
σαν σε κοιτάξουν δύστροπα… θα θέλεις ν’ αποθάνεις…)

Πού θα ’βρεις, γιε μου, πι’ όμορφη σαν τη δική πατρίδα.
Πού θα ’βρεις, για ν’ αγαπηθείς και ποια για ν’ αγαπήσεις!
Κι άμα, του κάκου, σου συμβεί βαριά και μ’ αρρωστήσεις,
ποιος θα βρεθεί στην κλίνη σου, τα μάτια να σου κλείσει;


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Έκτακτο


Ελάτε, σκέψη και ψυχή και κρίνετε σαν δείτε
και πείτε, με χελιδονιού κελάηδισμα – φωνή:
«Φέρνω σε σπόρο μι’ άνοιξη για ν’ αναγεννηθείτε, 
για να μπολιάσω την ξερή τη γη που ’ναι γυμνή».

Ελάτε, σκέψη και ψυχή και φέρτε την ελπίδα, –
και φέρτε της τα χρώματα του νόστου τ’ αυγινά
αυτά, οπού στερήθηκε μες στη δική πατρίδα,
ο γέροντας, που τη θρηνεί και θέλει τα, πριν να…

Έλα, κορμί, έλα ψυχή και σκέψη μου για κείνη,
εκείνη που τη μόλεψαν μια νύχτα τα χτικιά,
και δώστε της λίγο να πιει νεράκι από την κρήνη,
να ξαπλωθεί το σώμα της στου πεύκου την ισκιά.

.Μόνο, μην πιάσεις πράσινο και μολυνθείς ψυχή μου.
Μην πιάσεις Δένδια, σκέψη μου και πάψεις, λογική.
Φοβάμαι μη στ’ απόσκιο τους και ξεχαστείς κορμί μου,
για δεν θα βρούνε κόκαλο, να κλάψουν κι οι δικοί…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Της Ξενιτιάς ΙΙΙ


Το λένε τ’ αχαμνά νερά της θάλασσας, τα στέρφα,
το διαλαλούνε τα πουλιά με τον κελαϊδισμό τους,
το λένε τ’ άστρα τ’ ουρανού και το χλωμό φεγγάρι:
Χαρά δεν έχει η ξενιτιά, δεν έχει παρηγόρια.

Το λένε στ’ άπταιστα οι μικρές του κάμπου πεταλούδες,
του ανέμου οι ψάλτες διαλαλούν στ’ ανάμεσα κλωνάρια,
το κράζουνε, κει που ξεσπούν οι γλώσσες των κυμάτων:
Να μην τολμήσεις ξενιτιά, μ΄ ασταύρωτο το στέρνο.

Τα χαμομήλια της πλαγιάς το μολογούν στα σπάρτα,
το λένε τ’ άγρια τα θεριά στα γκρέμια και στα βύθια,
το λεν οι αοιδοί της Κέρκυρας σε μοιρολόι αρχαίο:
Σαν θες να πας στην ξενιτιά, μαύρη να βρω πλερέζα

καθώς, δεν έχει εκεί χαρά, δεν έχει ν’ αποστάσεις,
ίσκιο δεν έχει απ’ αγριλιά και χώμα να πλαγιάσεις.
Με δίχως μύρτους, γιασεμιά, πώς η ψυχή σου, πλέρια;
Πώς σαν πεθάνεις, ξενικό θα σε δεχτούν τ’ αστέρια;


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Η Βαρκούλα


Δίχως κατάρτι και πανί, κι απ’ άγκυρα πιασμένη,
πού πας βαρκούλα στο βαθύ το πέλαγο χαμένη;
Εδώ ’χει κύματα – θεριά, ψηλώνουν και σ’ αρπάνε!
Μήπως, γι’ αλλού ξεκίνησες κι αλλού κείνα σε πάνε;

Εδώ, δεν έχει ρεμβασμό και στοχασμό για τ’ άστρα,
μηδέ λουλούδια μ’ ευανθούς θα δεις ποτέ και γλάστρα.
Δεν έχει φάρου αναλαμπή και στίγμα να σε βρούνε.
Μόνο στοιχειά και δαίμονες της Δύσης εδώ ζούνε.

Εδώ, δεν θα ’βρεις τα ζεστά τ’ ανθρώπινα τα χάδια.
Τα κυβερνάει μια θάλασσα, που ’ν’ η καρδιά της άδεια.
Είν’ ο Βορράς, κακότροπος! Όλο φυσάει και βρέχει.
Την άγια εκείνη των νεκρών των ναυτικών, δεν έχει!

Έλα! κουράγιο ελλήνισα βαρκούλα, θα σ’ αδράξω.
Θα καθαρίσω το σκαρί και τη ζημιά θα φτιάξω.
Το μπλε θα στρώσω στη στιγμή και κείνο το λευκό σου.
Λευκό και κείνο της ντροπής το μαύρο, ριζικό σου…



Σκήτη


– Φίλησε με!
– Ποια είσαι;

– Πικραγάπανθος!
Λυγερός πρωτανθός συλλέκτης
αρχαίου φωτός
με ρίζα πύρινη.
Διαβιώ νοτίως της μετόπης του ήλιου
σε σκήτη του Έρωτος.

Εσύ;

– Δακρυφόρος έλιξ!
Αναδύτης πηγαίων συναισθημάτων
επιχειρώ
με χαίτη ορειχάλκινη
στους θρόμβους των δακρυγόνων.
Τελώ εγκάρσια της τυφλότητος…


©Γιώργος Ν. Μανέτας

Ευεργέτιδα πασών των Eθνών, θεών το γένος Ελλάς

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αχλύς


Το καράβι, που αύριο θ’ ανταμώσει τη μοίρα
χτυπημένο απ’ της “θάλασσας” την κακιά την αρμύρα,
στο χεράκι μου πάλλεται και ζητεί να γογγύξει.
Να χαϊδέψω, πώς ήθελε πριν την άγκυρα ρίξει.

Εγώ ναύτης μού ζήτησε στο στερνό του ταξίδι
μα πριν γίνει στην έκταση του βυθού της στολίδι,
να το βγάλω στα πέλαγα να το κλάψουν οι φάροι,
να τ’ ακούσουν τα κύματα, τ’ ασημένιο φεγγάρι

πως η Ελλάδα πια χάθηκε κι ανελεύθεροι ζούνε
κι όσα έθνη ευεργέτησε φθονερά τη μισούνε,
καθώς πάλιν οι βάρβαροι – με τ’ αδάκρυτα μάτια,
προσπαθούν ό,τι απέμεινε να το κάνουν κομμάτια.

Το καράβι, που αύριο θ’ ανταμώσει τη μοίρα,
χτυπημένο απ’ της “θάλασσας” την κακιά την αρμύρα,
το καράβι που μου ‘θελε και ιστορούσα πριν λίγο,
μου ζητεί προς τα σύμπαντα να το πάρω – να φύγω.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Επίκληση ΙΙ


Το μπλε, πάντα τ’ αγαπούσα: Γιατί μοιάζει της θαλάσσης,
γιατί μοιάζει στο Γαλάζιο χρώμα εκείνο τ’ ουρανού.
Γιατί στη φωτιά κι ακόμη: Ήθελές το να γεράσεις,
για να καταλάβεις λάθος – φλόγα σού ’καιγε το νου.

Δεν το κόκκινο το χρώμα. Δεν το μαύρο, της αβύσσου.
Δεν το πράσινο, – κι ας μ’ έχει τούτο κάνει να πονώ.
Έλα μου στην κλίνη πάνω Θάνατε τώρα κι ευχήσου,
να μη ματαδώ άλλο δείλι, να μη ματαδώ πρωινό.

Δεν η φρίκη της κολάσεως, που αποστρέφω το κεφάλι.
Δεν του πόλεμου το μένος που με κάνει να ριγώ.
Είναι των πολιτικών η αναίδεια που τη σκέψη μου προσβάλλει,
που φοβάμαι, ξενυχτώντας – μήπως στ’ όνειρο πνιγώ.

Σαν θα ξημερώσω κι αύριο, εύσπλαχνε θέ μου – πατέρα,
συ που λογαριάζεις πάντα τούς που πάτησαν στη γη,
κάμε τούς δοτούς να φύγουν, να σκορπίσουν στον αέρα
γιατί, το ποθεί η ψυχή μου! κι η καρδιά μου, αναριγεί…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Άπατρις


– Για δεν πετούν οι σταυραετοί;
– Μήπως κι εκείνοι πια δετοί…;
– Πού πήγαν, όλα;
Της άνοιξης, πού ’ν’ η χαρά;
Πήραν ανάποδη φορά,
τα μυροβόλα;

Πού ’ναι τα δέντρα; Πού οι σκιές;
– Κοράκια γύρω μας κι οχιές…
– Πού ’ν’ τα λουλούδια;
Πού ’ν’ ο πολύς κελαηδισμός;
Μήπως και πήρεν τα, σεισμός;
Πού ’ν΄ τα τραγούδια;

Πού ’ν’ τα ποτάμια, οι ρεματιές;
Πού ’ναι του πάθους μου, οι μυρτιές,
τα γιασεμιά μου!
– Έλειπες, φαίνεται, καιρό…
– Κι άφησαν μόνο τον εχθρό
στη γειτονιά μου;

– Πήραν τη! πήραν την πατρίδα,
που ’λεγες, πως είν’ η μητρίδα
του κόσμου, όλου!
Πήραν τη, μέρα – μεσημέρι.
Ξένοι και «φίλοι» μας εταίροι…
– Α, του διαβόλου!


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ο ρατσισμός ανέκαθεν

Κύριε...

εμείς οι καλοκάγαθοι,
ευλαβείς δούλοι σου,
Σε χαιρετούμε.
Πανάγιο βρέφος, φέτος
δεν κάναμε πολέμους
μηδέ ασεβείς και ανειλικρινείς
ήμασταν.
Από τ’ ασημόφτιαχτα και χρυσοποίκιλτα
της εικόνας Σου, δεν κερδίσαμε,
μηδέ των Αγίων τα λάβαρα
περιφέραμε άσκοπα
και με δόλο.

Μάθαμε, Κύριε, καταλάβαμε
και ρητά ακολουθήσαμε.
Άξιοι πια είμαστε
χωρίς έπαρση και μωρία,
χωρίς φθόνο, χωρίς πρόθεση.

Κύριε… χορτάσαμε!
Των οφθαλμών μας η πείνα,
προσπέρασε!

Μη σκιάζεσαι, για εμάς.
Αργότερα, κατά την άνοιξη,
θα Σε σταυρώσουμε.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Του καναπέ…


Γύμνια!

του νου, γύμνια η ψυχή
κι ύπνος βαθύς…
– Να θέλεις, και να προσπαθείς.

Εδώ, η αυγή

μίλησε μια, μίλησε δυο,
της μέρας φίλησε το γιο
κι απόκαμε, με τ’ άστρα.

Ώρα καλεί! 

γι’ αυτό κι εσύ
ψάξε και διάλεξε βυζί,
μέθυσε, στους χυμούς του.

Χορτάτος…

μη μου λες: ’σ’ απέ –
στην θαλπωρή του καναπέ,
δίχως αγώνα, ιδρώτα.

Σήκω! 

και φώναξε και πε
στους καφεμάντες του Φραπέ:
μίλησα μια, μίλησα δυο… 

εγώ, είμαι πόλη και χωριό!!


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Η αντάρτισσα μάνα


– Γιε μου, μου λες θε ν’ ακουστούν αυτά που σε τρομάζουν.
– Θα σε πικράνω, μάνα μου, μα πρέπει να σ’ τα πω.
Όσα που ξέραμε απ’ τα χθες, βυθίζουνε, ρημάζουν!
Νιώθω από νιος πια γέροντας που ζει δίχως σκοπό.

Ό,τι με πάθος, πίστεψα, θα πρέπει ν’ αναιρέσω.
Θα πρέπει να παραιτηθώ, να σβήσω, να χαθώ!
Άνοιξε τάφο, μάνα μου βαθύ για να χωρέσω.
Δώσε από τ’ άνθη μύρα σου το σώμα να πλυθώ.

– Αγάπη μου, δικό παιδί που σου ’πιανα το χέρι,
που χάιδευα, μη πικρανθείς και πάθεις μαρασμό…
– Τ’ άδικο, μάνα, τ’ άδικο μας κυβερνά και χαίρει.
Μας σπρώχνει προς την άβυσσο· μας θέλει το χαμό.

– Πάλεψε! γιε μου, πάλεψε και πιε από το φαρμάκι.
Από τ’ ανθρώπινο και πιε της κάλπικης ψυχής.
– Δίχως πια πίστη, μάνα μου, πώς να μπορώ, λιγάκι;
– Βάσταξε, γιε μου, βάσταξε! δεν πρέπει εσύ στη γης

πρέπει, – κατάρα στους μωρούς που κυβερνούν τους τόπους!
σ’ όσους περίσσια βγάζουνε και κρύβουνε σοδειά.
Να μην τον ίδιο θάνατο γευτούν με τους ανθρώπους.
Όλες, οι μαύρες οι ψυχές, σε μι’ άβυσσο – σπηλιά!

Δίχως ταφή και δίχως τους, παπά να τους διαβάζει:
Δίχως λιβάνι και χωρίς εξόδιο, προσευχή!
– Έλα, μάνα μου, ξάπλωσε, γείρε γιατί βραδιάζει.
Φίλα με ’δώ, στο μέτωπο, να ευφράνει σου η ψυχή.

ΙΙ

Μάνα μου, κλαις; Μη το κρατάς βαθιά μες στην ψυχή σου;
Η στεναχώρια, είναι χτικιό που τρώει τα σωθικά.
Κλάψε! μα δώσε μου μαζί να πάρω την ευχή σου.
Αύριο, ψηφίζω, μάνα μου, να πάψω δουλικά…

– Εδώ, δεν έχει λυτρωμό, δεν έχει να σ’ ακούσουν…
– Ασθμαίνοντας, πώς να τα πω με κόσμια την ορμή;
Επί σκοπόν κι αμίλητος πριν τα πτηνά λαλήσουν,
θα μακελέψουν τ’ άμοιρο που γέννησες κορμί.

– Παιδί δικό και σπλάχνο μου και σάρκα της σαρκός μου,
δεν έχω εγώ στον πόνο σου παρά να σου μιλώ.
Μπορεί το γήρας να’ φτασε κι ο Θάνατος εμπρός μου,
όμως, σε θέλω αντάρτη μου! Νεκρό και σε φιλώ.
 
Μάνα, τι λες; Δεν το χωρά κι ο νους δεν επιτρέπει!
Μας πρέπει να ματώσουμε γι’ ακόμη μια φορά;
– Δίχως πατρίδα λεύτερη, παιδί μου, τι να “πρέπει”…;
Δείξε μου γη και σου ’ρχομαι, να πιάσω τη σπορά.

– Μου λες… να πάρω τ’ άρματα; να πιάσω το τουφέκι;
Να γαντζωθώ στ’ απόκρημνα και στην υγρή σπηλιά;
Παρακαλώ σε, μάνα μου, μα… στο μυαλό δε στέκει.
– Όποιος δεν θέλει λεύτερος… καλύτερη η θηλιά!

ΙΙΙ

Είναι βαρύς ο πόνος μου, κάθε που σε κοιτάζω.
Τι μαραζώνεις, μάτια μου, δίχως ελπίδα, πια;
Όλο τον κόσμο φέρνω σε στα πόδια και σου τάζω,
μ’ από τις τόσες ομορφιές, πια δε ζητάς καμιά.

– Μάνα, δεν ίδιος ο καιρός, καθώς που τον θυμάσαι.
Ίδια δεν είν’ τα κρίματα, δεν είναι κι ο κλαυθμός.
Δεν ήθελα να σου τα πω για να μη μου λυπάσαι,
όμως, σκοτάδι, μάνα μου• βαρύς είν’ ο καημός.

Ήρθαν της Δύσης άρχοντες και πήραν μας τα κάλλη.
Τ’ όμορφο χώμα, πήρανε. Μηδ’ άφησαν, ανθό.
– Έρμο παιδί… Σου ’χω σταυρό κει δα, στο προσκεφάλι.
Πιότερο εγώ με τ’ άνθη μου, παρά να μαρανθώ.

– Πήραν τα! μάνα, πήραν τα! Μηδέ ’μεινε και κάμπος.
Μηδέ και δάσος, έμεινε, μηδέ από τα βουνά.
Μόν’ ο σταυρός σου απέμεινε με κείνο του το λάμπος,
να ρίξει φως στα δύστυχα, που ζουν στα σκοτεινά.

ΙV

– Ξύπνα, παιδί μου, να χαρείς την άνοιξη που φτάνει.
Γιατί στενάχωρα κοιτάς τον κόσμο από μακριά;
– Νοιάζομαι, μάνα και πονώ ποιος το παιδί του χάνει.
Ντύνω μ’ αιθάλη το κορμί και φορεσιά μαβιά.

Κοίτα, μανούλα, κοίτα την πώς η χαρά προσμένει.
– Σκούρο, παιδί μου, σύννεφο πλησιάζει φθονερό.
Αδιάφορο ποιος ζωντανός και ποιος πρώτος πεθαίνει.
Αδιάφορο ποιος που πεινά και που διψά νερό.

– Μάνα, λες πως στα ψέματα τόση χαρά μου τάζουν;
– Το παραμύθι βρεφικό και  σ’ το ’μαθα καλά…
Δίγλωσσα φίδια οι άνθρωποι που δηλητήρια στάζουν.
Δύστυχος όποιος δεν νογά και το μυαλό σφαλά.

Θα δεις ψυχές κατάλευκες κι άλλες πιότερο μαύρες.
Παρηγορήσου, θάρρεψε κι απόμεινε να δεις:
Τέσσερις είναι οι εποχές κι αυτές κρύες και λάβρες.
Ποτέ σου, γιε μου, μη δεχτείς στα δουλικά να ζεις…

V

( Θέλει – μου λέει – το δύστυχο, να φύγει για τα ξένα…
Πίσω τη μίζερη ξανά ν’ αφήσει αυτή στεριά…
Να φορτωθεί τις πίκρες μας στους ώμους του, και πάλι
να φιλιωθεί με τ’ άραχλα της Δύσης τα θεριά).

– Είν’ ο δικός μου λογισμός άτι δετό που τρέχει.
Είμ’ ένα σίδερο σκεβρό ριγμένο στη φωτιά.
Γκρίζες οι μνήμες προσπερνούν καθώς καιρός που βρέχει.
Άπατρις είμαι, πρόσφυγας! Πουλί στην ξενιτιά.

Εγώ, δεν έχω να χαρώ, δεν έχω να γελάσω…
Μόνο μου θέλουν βάσανα, κλαυθμό και στεναγμό.
Όταν στ’ απέναντι στενό μού πρέπει να περάσω,
το βλέμμα ρίχνω καταγής, άλλoν μη δω διωγμό.

Είμ’ ένας διάβολος! στοιχειό στα μάτια των ανθρώπων.
Είμαι της λέπρας γέννημα με το κορμί πληγές.
Έχω το δέρμα κίτρινο και φέρω των ενόχων.
Εσύ είμαι! που μου σφάλιζες τα μάτια σου στο χτες.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Δυτικά της βροχής


Πόσο λατρεύω τη βροχή!
Σαν περπατώ μες στο τραχύ
παρθενικό ακρογιάλι,
κάθε μου έγνοια και καημός,
κάθε πληγή και σπαραγμός,
αποχωρίζει αγάλι.

Και σαν αργόσυρτα κινώ,
απ’ το στρατί για το βουνό,
κι από το δάσος μέσα,
στερνή φορά πίσω κοιτώ
να δω ποιος δένει το λυτό,
στης θάλασσας την τρέσα.

Και παίρνω πάλι το στρατί,
με τα παιδιάτικα «Γιατί»
τ’ αθώα, να βασανίζουν:
«Ποιος την πληγή, ποιος τον χαμό,
ποιος τον καημό, τον σπαραγμό,
και ποιοι που μου τα ορίζουν».

Κι έτσι, ως αρχίζει πάλι η ηχώ,
στο όμβριο το ρέμα το ρηχό,
κει που η βροχή σταλάζει,
ως παραδέρνουν τα νερά,
νιώθω μιαν άπλετη χαρά,
την ώρα που χαράζει.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Θα με θυμάστε!…


Θάλασσες κι άστρα κι ουρανοί και ντάμα της σελήνης,
ό,τι κι αν έγραψα για σας ποτέ μου ειρωνικό…
Σκοτάδι, δεν με κέρδισες, σύρε μακριά, μη μείνεις.
Χαϊδολογάτε, σκέψεις μου, με φως κανονικό.

Ένας Παράδεισος! Κι εγώ, που λούφαξα εκεί μέσα…
Θα με θυμάστε: Είμαι η βροχή με της δροσιάς τη στάλα.
Μεθυστικό τριαντάφυλλο στης θάλασσας την τρέσα.
Μια νότα εγώ, που χάθηκε στης νιότης τ’ αφρογάλα.

Εγώ, στον ύπνο των παιδιών που νείρονται παιχνίδια.
Εγώ παράθυρο ανοιχτό με τα λουλούδια απ’ έξω.
Εγώ του βράχου τ’ αρμυρά τα ξέπλεκα στολίδια.
Φάρος!! του κάθε ναυαγού, κει που ’θελε να φέξω.

Θα με θυμάστε!… Ήμουν εγώ, του λογισμού καράβι…
Εγώ, που σας ταξίδευα σ’ απάνεμους καιρούς…;
Τώρα… που δέσαν του Berlin οι στοιχειωμένοι κάβοι,
θάλασσες κι άστρα δεν θωρώ, μηδέ τους ουρανούς…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Της μοίρας, ξένοι…


Της μοίρας, ξένοι το ’θελαν, 
βράδυ, με το φεγγάρι… 
– Γλυκό μου παλικάρι 
μην πας, στην ξένη γη.

Είν’ το ταξίδι, δύσκολο,
κι είσαι παιδί· στερνό μου,
νιώσε το βάσανό μου,
κι άκουσε την κραυγή:

Εδώ, μείνε και πάλεψε
κι ας είναι στερημένα…
Κλάψε! κι εγώ για σένα –
πριν η ψυχή, πληγεί.

Είν’ άγριοι τόποι, ξενικοί,
παρηγοριά δε θα ’βρεις…
Της ξενιτιάς της μαύρης,
σαν σε κελί η φυγή.

Πιότερο, γιε μου, στις ερμιές
μιας δύσκολης πατρίδας…
Παρά λειψής ελπίδας,
δίχως χαρά η αυγή…

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Σύρτις 

Τελευταία, αποφεύγω να κοιτάζω προς την ντουλάπα.
Είναι γιατί, στο κατώφλι της, βρίσκω φύκια και άμμο
και επί της άμμου, βαριά ανθρώπινα πέλματα.
Κατά τα μεσάνυχτα, στο λώρο – φως της σελήνης, 
και σχεδόν ως τη μέση του δωματίου,
ξεπροβάλλει μορφή σκυλόψαρου, μιμούμενη
το σήμα κινδύνου. Έχει μέρες, που φτάνει ως το κρεβάτι, 
ψιθυρίζοντας μου το ρήμα, “Βυθίζεται”.

Ακόμη, διακρίνω έναν σαφώς ακανόνιστο διαταραγμό 
στο σωματότυπο του κύτους, καθώς
και μία λιτότητα πάγκαλου ύφους.

Γιατρέ, με προσέχετε…; 

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Σύρτις ΙΙ


Η πόλη, και αυτά που συνέβαιναν τον τελευταίο καιρό, τον έπνιγαν.
Σκέφτηκε ν’ ανοίξει το φινιστρίνι της αποδράσεως…
Μιας ώρας δρόμος θετικής σκέψης ήταν, προς τη θάλασσα.
Έκλεισε τα μάτια του και άφησε να τον παρασύρει κοντά της.
Της μίλησε, ακραγγίζοντας την αργοκύμαντη αθωότητα του χυτώνα της.
Με το υγρό της γαλάζιο, γέμισε μια σύριγγα όνειρα
και την έστρεψε προς τις φλέβες του.
Το πρόσωπο του, θύμισε Γενάρη μήνα και βαρυχειμωνιά·
σκοτεινό τοπίο αχερουσίας.

« – Τι κόσμος», ψέλισε…
Έγειρε, και όστρακο κούρνιασε στη ραϊσιά ενός βράχου.

Κάποτε, ξύπνησε! Και το μόνο που έμενε να θυμάται
ήταν οι πατημασιές στην άμμο
και της δεξιάς φτερούγας το πράσινο πτίλωμα.


©Γιώργος Ν. Μανέτας

Δεν είναι…


Δεν είναι που πέθανε – τρεις μήνες,
στα ξαφνικά, μες στο χειμώνα.
Δεν είναι της υγρασίας εκείνες
οι ρίζες, που του τρίβονται στο γόνα.

Δεν είναι το στενάχωρο κιβούρι
και η μοναξιά που τον πληγώνει.
Δεν είναι που του βάλανε για γούρι
ματόχαντρο, στο στήθος του που λιώνει.

Δεν είναι που γράφει κάτω από το χώμα
με μία περίσσια της κνήμης του πένα.
Δεν είναι το καλό που φόρεσαν στο σώμα
κοστούμι, και ξεχάσανε μια χτένα.

Δεν είναι π’ αρχίζει να ξεχάνει
τους φίλους, που δεν τ’ άναψαν κεράκι.
Δεν είναι που δεν βλέπει να ξεκάνει
της κάσας του τ’ αχόρταγο σαράκι.

Δεν είναι που δεν αντέχει πια την πείνα,
γιατί και πριν την ίδια ζούσε…
Δεν είναι γιατί τα παπούτσια του απ’ την Κίνα,
αυτά από πάντοτε φορούσε.

Είναι γιατί τον είπαν οι “Πατέρες”
κορόιδο! και του πήρανε το σπίτι.
Είναι γιατί, τα αιμοπετάλια – σφαίρες…
όταν τον είπανε, «Κοπρίτη».


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Όποιος θέλει να νιώσει ευτυχής, μη νιώσει τώρα…


Τ’ αγάλματα Χλωμά, αποστεωμένα. 
Η πολιτεία, βυθός
με σπασμένο μπούσουλα,
με τσακισμένη κερκόπορτα…

Κοιμωμένη σε βρήκα,
φιμωμένη και αιμορραγούσα,
βασκαμένη, πικρόθυμη,
αφημένη στις ορέξεις των…

Ντύσου!
Βάλε τις δάφνες και τα στέφανα,
και τα διαδήματα…

Νεράιδα,
παντοδότειρα…

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Του κοπρίτου του δεύτερου

Δύσκολα χρόνια,
εγκυμονούν ερπύστριες
και δημοσιογράφοι,
ρουχολόγοι
και ζωδιομάντες,
μαγειροκόμοι
τηλεχαμόγελοι
και κοινωνικοστοιχηματίες.

Οι παγκοσμιοποιημένοι πάγκοι των λαϊκών
με Καλάσνικοφ και εικόνες Αγίων· 
κρυμμένα τα φρούτα. 

Χρόνια παράξενα…
 Ο Παρθενών
στήνεται και ξεστήνεται,
σ’ επιμήκυνση. 

Η ματωμένη ποδόσφαιρα
κι ο κοπρίτης ο δεύτερος.
Οι αξίες και υπεραξίες
στ’ ακροχείλι τ’ ανέργου·
το ψωμί λειψό… 

Σε ασθενοφόρους καιρούς, ποσώς:
Για το κλείσιμο του ματιού μιας ηλιαχτίδας
στον καβάλο της άνοιξης. 

Ώρα Φουκοσίμα : 14:46:23

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αί γραμμαί των ορέων

Σας φαντασιώθηκα, Θεόδωρε,
παραλληλίζοντάς σας
με τας πτυχάς της σταφίδος
που, εκ της μίας πλευράς
του μετώπου της,
φέρει πλείστας γραμμάς 
 – καθώς των ορέων –
 και, εκ της ετέρας,
 ακατασχέτους ρωγμάς, 
ομοίας με τα κελύφη 
νεοσσών πτηνών 
κι ορνίθων…

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Ιδέα

Ελλάδα: Μήτρα εσύ της Γης και λίκνο των ανθρώπων,
στ’ όμορφο πάνω σώμα σου φέτος δεν ήρθε Μάρτης.
Δεν ήρθε μι’ άνοιξη γλυκιά να πρασινίσει ο κάμπος,
να μπολιαστεί το χώμα σου και πάλι να καρπίσει.

Δεν ήρθε μέλισσα χρυσή μηδέ πουλί κι αηδόνι,
δεν έφτασε το φωτεινό της γαλανότητας σου,
των δειλινών δεν έφτασε το πολυαγαπημένο.
Ήρθε μόν’ τ’ άστρο της αυγής, αυτό που τρεμοσβήνει.

Πώς νιώθω σε, πόνο βαρύ σαν τη σιωπή σε οδύνη.
Πώς νιώθω σε, Θράκη μισή ποτέ πι’ αναστημένη.
Βλέπω μονάχα μαυρανθούς στο μέλλον των ματιών σου.
Βλέπω σταυρούς μαρμάρινους, τα πετροχελιδόνια.

Ελλάδα: Θήλυς άφθαρτο. Δαυλέ συ των αχράντων,
άδολο λίκνο ασύγκριτο στην ύπαρξη των κόσμων,
δεν πρέπει ακάμωτη χωρίς της δόξας το στεφάνι.
Της Γης φτάνουν οι λεύτεροι να σε δαφνοστολίσουν.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Μπλε και πράσινο  

Δεν μοιάζει στα γλυκά νερά της θάλασσας η αρμύρα.
Όσες φορές τη γεύτηκα, τόσες φαρμάκι πήρα.

Όσες φορές κι αν πλύθηκα, τη νιώθω απάνωθέ μου.
Γονυπετής και κλαίγοντας παρακαλώ σε, θέ μου:

Κάμε να πάψει η θάλασσα το σώμα μου να ραίνει,
να νιώσει λίγο απ’ τη δροσιά, η σάρκα η φλογισμένη.

Το έρμο κορμί μου, βάλλεται! δεν γαληνεύει, διόλου.
Θαρρώ, το χρώμα της το μπλε πως είναι του διαβόλου

καθώς, αλλάζει! πράσινο, γίνεται· κει, στη ρήχη.
Άλλο κακό στο σώμα μου, θέ μου, να μη μου τύχει.

Παρακαλώ σε, Ποσειδών, σ’ το λέγω εγώ, που σ’ είδα:
Τούτο το σώμα, ως φλέγεται… δεν άλλο απ’ την πατρίδα…

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Αυτόχειρα φύλλα

Αγάπες μου, φύλλα μεμιάς που πέσατε απ’ το κρύο,
που πληγιασμένα κείτεστε στα μάτια μου μπροστά,
πώς με ταράζει κίτρινο το ηλύσιο αυτό τοπίο.
Πώς με τρομάζει, απ’ το κλωνί να ζείτε χωριστά.

Αχ, περσινές ψυχούλες μου, αγαπημένα φύλλα,
που σας θωρώ να σέπεστε στην κλίνη αυτής της γης,
στο θάνατό σας, δεν μπορώ μη νιώσω ανατριχίλα.
Για δεν μπορώ, στ’ αντίκρυ μου το χρώμα της πληγής.

Αγάπες μου, ώριες ψυχές που φεύγετε σα πέρα,
που δε φοβάστε τον γκρεμό μηδέ και τη θηλιά,
ποιο μοιρολόι για να ’πλεκα με λεκιασμένη σφαίρα;
Μύρο – μελάνι μου η ψυχή, κι η σκέψη μου, αγριλιά.


Αυτόχειρα φύλλα ΙΙ      


Φύλλα που πέσατε σωρό – μεμιάς από τ’ αγέρι,
που κείτεστε τώρα νεκρά στη γης μακάβρια εικόνα,
δίχως ταφή έτσι ασάλευτα κοντά στο μεσημέρι,
πόσο να ξέρατε πονώ και τούτο το χειμώνα..

Πώς ν’ ασπαστώ τη δύστυχη τη μάνα εκείνη κλάρα,
που θέλει – λέει – να γκρεμιστεί και κάτω να τσακίσει
και πώς, μη νιώθει στ’ άσαρκα κορμιά των σαστιμάρα,
όταν για κείνα δεν μπορεί τιμή για ν’ αποτίσει.

Πώς ν’ ασπαστώ τα δύστυχα κείνα μικρά κλωνάρια
που δίχως τα, λυπητερά τούς κράζουνε στο χώμα:
Μη φεύγετε, αδερφάκια μας, πούθε κινάτε σμάρια;
Ήρθ’ ο χειμώνας ο βαρύς! Θ’ αργήσετε, γι’ ακόμα;
 
Πόσα στο δέντρο για να πω και για να καλοπιάσω,
δίχως εκείνο να κοιτά πώς σέπονται τα φύλλα;
Σκέφτομαι: Πρέπει κι άλλη μια για κείνα να κοπιάσω.
Ντύνομαι μαύρο φόρεμα και μου φορώ μαντίλα:

«Ωωω! πώς σπαράζεται η ψυχή μπρος στο δικό σας πόνο.
Ποιο μοιρολόι για να ’γραφα δίχως στιγμή να κλάψω.
Κάθε χειμώνας, βάσανο! Ως ξεκινώ, τελειώνω».
(Πόσα, για φύλλα κίτρινα κι αυτόχειρα να γράψω…)

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Ουράνιο τόξο

Και ύστερα, τίποτα.
Το πάθος, έγειρε και ξάπλωσε
στην άκρη της λήγουσας.
Αυτή, σιώπησε.
Πήρε κουβέρτα το θυμωμένο της βλέμμα
και το σκέπασε.
Με σεντόνι της τους εφιάλτες,
διπλώθηκε έμβρυο
με την ελπίδα μιας αναγέννησης.

Το πρόσωπό της, ήρεμο τώρα.
Και το χαμόγελό της, είχε μία προοπτική.
Μόνο για μια στιγμή έδειξε πόνο,
για λίγο.
Μετά, ατένισε με σιγουριά το μέλλον
μίας ονειρικής πραγματικότητας.
Ελεύθερη από δεσμεύσεις,
ανέβηκε στο αγαπημένο ουράνιο τόξο της
κι αφέθηκε να κυλήσει ως τα έγκατά του.
Να βρει τους θησαυρούς που από παιδί έψαχνε
και που της έλεγαν οι μεγάλοι.

Το πρωί, ήταν όλοι εκεί, στα μπαλκόνια τους, –
οι πάντα αδιάψευστοι μάρτυρες στις καταπτώσεις
των αυτοχείρων αγγέλων.

Αργότερα, την έπαιρναν με τ’ ασθενοφόρο.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Νικηφόρος Μανδηλαράς

Απόψε, αντίστροφα η παλιά γυροπυξίδα στρέφει
κι ένας καιρός αλλόκοτος, τα χάη παρακινεί.
Βαρύ μας θραύει καιρικό και με θυμό μας γνέφει,
καθώς του φάρου αργός κλαυθμός μοιρολογά, θρηνεί.

Κληρονομιά μάς δόθηκε του ρημαγμού μας η έγνοια.
Της λησμονιάς ο ατίμητος πελαγινός λυγμός.
Πότε του ανέμου πένθιμα, φαιδρά, μαλαματένια
λόγια· και πότε ένας οικτρός πνευματικά πνιγμός.

Μες στα βαθύσκια σύθαμπα δόλια προσμένει μοίρα.
Στο στόκολο, κείν’ η φωτιά που σιγοκαίει, δεν σβεί.
Ξεθωριασμένα πρόσωπα που διάβρωσε η αρμύρα,
σαν να μην είχαν, γενικώς υπάρξει· ή και συμβεί…

Λόγια! Λόγια που ειπώθηκαν δίχως χαρά και χρώμα.
Πάνω σε χάρτη κείτεσαι κι αναμετράσαι ωχρός.
Το σώμα σου, που σέπεται δίχως ταφή και χώμα.
Το μυστικό, που μπόρεσες και δεν είπες νεκρός.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Πένες

Η καραβίσια πένα μου, σταμάτησε· δεν θέλει…
( Με δίχως μπάρκο, πώς μπορεί να πει για τα ταξίδια;
Με δίχως, κείνο τ’ άλικο το φως, απ’ τα μπορντέλα…
τους λογισμούς μου, πώς μπορεί σωστά για ν’ αποδώσει;)

http://gmanetas.blogspot.gr/

Η δεύτερή μου, η στεριανή, έπαψε πια να γράφει.
( Με δίχως δάση, ρεματιές, με δίχως τα λουλούδια…
πώς να μπορέσει, λεύτερα να στέρξει το μελάνι,
σπόρος να γίνει κι άνοιξης χόρτο – βαθύ κλινάρι;)

http://dimitradelakoyra.blogspot.gr/…/08/blog-post_9284.html

Η τρίτη, της πολιτικής, είν’ της ντροπής η πένα.
( Αυτή, δεν έχει λογισμούς παρήγορους κι ευφράδειες.
Έτσι ασημένια, ως κείτεται δίκοπη μοιάζει κάμα.
Αυτή, μιλά γι’ ανθέλληνες – πολιτικούς, προδότες!)

https://georgemanetasexaformis.wordpress.com/2005/03/14/5/

Η τέταρτη, μ’ όψη σφοδρή, είν του Θανάτου η πένα.
( Τούτη, την έχω με άλυσο δεμένη στο κατώγι.
Μαύρο θυμίζει Χάροντα που ζεύει τ’ άλογό του.
Θάλασσες, τούτη, δε νογά! ούτ’ ευανθούς και φαύλα…

Σαν είναι τούτη, για να πει… σαν είναι για να γράψει…
αλλοίμονο! στον δύστυχο το νου που την κατέχει:
Θα θέλει αυτόν κάτω, νεκρό· στην άβυσσο, θα θέλει.
Αυτήν, δεν θέλω να κοιτώ, δεν θέλω καν ν’ αγγίζω…)

http://georgemanetaspoetry.blogspot.gr/

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Δεν είναι…;

Στον Κώστα Καρυωτάκη

Δεν είναι θάνατος να κάθεσαι μόνος
στο καφενείο, δίχως κάτι να κάνεις;
Δεν είναι θάνατος του διπλανού σου ο πόνος
να μη σε πιάνει, και να θες να τον ξεκάνεις;

Δεν είναι θάνατος η βιζόν γούνα
και το: “Ας την είχα κι ας μη τη βάλω”;
Θάνατος δεν είναι αλλού να…
πηγαίνεις να σου «φτιάχνουν» τον καβάλο; 

Δεν είναι θάνατος να μη ζεις την ουσία
και πάντα να ’σαι σ’ αδιάβατο δρόμο;
Θάνατος δεν είναι τα κρύα τ’ αστεία 
του βουλευτή, με το ταγάρι στον ώμο;

Δεν είναι θάνατος αδιάφορος να ’σαι
όταν πάνε για να σε ντουφεκίσουν;
Θάνατος δεν είναι να κοιμάσαι 
όταν θέλουν την πατρίδα να πουλήσουν;

Δεν είναι;

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Μόν’ τα λουλούδια…

– Μην είναι η σκέψη μου, ζαβή; Μη το μυαλό μου, χάνει;
Ποιος το μαντρί μου ξόδεψε κι απόμεινα στη στάνη; 
– Μην γλίστρησες και η κεφαλή σου βρέθηκε από κάτω;
– Πώς το βαρέλι σάπισε και πιάσαμε τον πάτο;

Μην η καμπούρα, τύχη μου; Μη φταίει το ριζικό μου; 
Μην είδε απόσκιο ο Xάροντας και θε τ’ αρχοντικό μου;
Απ’ όταν που γεννήθηκα, όλα μου μοιάζουν ίδια!
– Μην ο κλαυθμός σου ψεύτικος, καθώς απ’ τα κρεμμύδια; 

– Μη και πιστεύω, θαύματα; Αυτά που υποσχεθήκαν…;
– Χάθηκαν δυο μες στο The Lost κι ακόμη δε βρεθήκαν.
– Τι θέλω εγώ και σκέφτομαι…; Μόν’ τα λουλούδια, μόνο! 
– Απ’ την αυλή του και μετά, ξένο ποιoς θέλει πόνο;

– Μην είναι η τέρψις άκαιρη των λουλουδιών, που θάλλουν;
Μην είν’ τα μύρα απατηλά, ψευδώς καλεστικά;
Μην είν’ οι οσμές, αγνές ψυχές οπού με περιβάλλουν;
Μην έχουν μύχια μυστικά, τα παρασιτικά;

– Μην η κραυγή σου, ψίθυρος; Παροδικά είν’ τα ρίγη;
Μην είναι η κρίση σου ζαβή κι ακόμη, ο λογισμός;
– Μην της ψυχής μου ο πυρετός, οπού με καταπνίγει;
– Μην οι πληγές σου, υποτροπή και παραλογισμός;

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Δίχως χαμόγελο…

Πού πήγε η νύχτα; Πού πήγαν τ’ άστρα;
Μήπως σωριάστηκαν πέρα, μακριά;
Πούνε ο δεντρόκηπος, κείνη μου η γλάστρα;
Γιατί δεν παίζουνε πια τα παιδιά;

Μην αλλού πήγανε και δεν τα βλέπω;
Η γης μην έπεσε σ’ άγρια σκλαβιά;
Μην δεν υφίσταμαι και πια δεν πρέπω
γι’ αυτό και γύρω μου γκρίζα, μαβιά;

Και πώς θα ζήσω δίχως εκείνα;
Όλος ο κόσμος μου, ήταν αυτός!
Δίχως πατρίδα; Δίχως Αθήνα;
Δίχως τον ήλιο της, που ’ταν λαμπρός!

Δίχως τα δέντρα; Δίχως τη φύση;
Δίχως χαμόγελο, γιατί να ζω;
Μπα! Δεν θα γκρέμισε, θεριό είν’ η κτήση!
Να, βλέπω έντρομο κάποιον πεζό:

Καλέ μου άνθρωπε, τι σου συμβαίνει;
Κάτι σε ρώτησα! δεν απαντάς;
– Το τέλος έρχεται και μας προφταίνει!
– Όχι, Θεέ μου! Κι ο… Σαμαράς;

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Στης ηθικής το τρίστρατο

Ελάτε! ελάτε, φίλοι μου, καλοί μου ανθρώποι, ελάτε!
Εδώ, στην κλίνη τη δική. Στο σπιτικό μου, εμπάτε.
Εγώ, δεν έχω ανάστημα, δε μου ’μεινε πια, σθένος.
Μη με φοβάστε, μείνετε! είμαι ο φονιάς, ο ξένος…

Καθίστε εδώ, στης κούτας μου το βρώμικο κλινάρι.
Δείτε! πού τ’ ανευλόγητο κοιμάται παλικάρι.
Λάμια κακιά, με ζήλεψε, Μοίρα και με μισούσε.
Έκλωθε πλάι στη μάνα μου την ώρα που γεννούσε.

Δίχως θυμίαμα, μιαν ευχή, με δίχως τ’ αγιοκέρι…
Θαρρώ νύχτα πως ήτανε, που μ’ άδραξε απ’ το χέρι.
Πρόσφυγα, μ’ είπε. Αφρικανό. Γύφτο. Κίτρινο – Ασιάτη.
Είμαι το μίασμα κι η ντροπή στου κόσμου την εμπάτη.

Ελάτε! μη με ντρέπεστε, μη με φοβάστε, διόλου!
Δεν είμ’ Εβραίος, ούτ’ Άραβας στο στόχο του Διαβόλου…
Φταίει, η δική που μ’ έκλωθε κουβάρι, λάμια – Μοίρα.
Στης λογικής το τρίστρατο λάθος τον δρόμο πήρα.

………………………………

Εγώ, σπίτι δε γνώρισα. Απ’ όταν, που θυμάμαι
με ξενικά και δανικά, καλούμαι να κοιμάμαι.
Κι αν είναι ο δρόμος, σπίτι μου! Η πίσσα τούτη, ρούχο!
δεν σας ζητώ… παρά δική τη λευτεριά να μου ’χω…

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Αναμετρήσου μ’ τ’ άδικο για

Όσο ’ναι ακόμη μπορετό κι όσο ’ναι ακόμη μέρα
κι όσον η τόλμη της φωνής σου απλώνει στον αέρα,
τα τρυφερά και νιώθουνε τ’ αγέννητα κι οι γέροι,
πως της οργιάς το μέτρημα τ’ ορίζεις μ’ ένα χέρι,

θα χαμηλώνει ο τύραννος το βλέμμα και θα σκιάζει
και θα κονταίνει, βρίζοντας τον ήλιο που τον λιάζει,
για δε φαντάστηκε ποτές πως ένας μόνος φτάνει,
τα πέρα γκρίζα σύννεφα τ’ αψήλου, να λευκάνει.

Αναμετρήσου μ’ τ’ άδικο για, τ’ άδικο να ξέρει
πως το δικό σου μέτρημα τ’ ορίζεις μ’ ένα χέρι,
κι ας μη φαντάστηκε ποτές ο τύραννος, πως φτάνει
Ένας! Ήρως που τάχθηκε το Κτήνος ν’ αποκάνει.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Ηθικά

Ο αγνώμων νους, δαίμων εστίν τε και δικαίως λογάται Κτήνος. 
Η αλήθεια δεν χειραγωγείται μηδέ αποκρύπτεται, 
πολλώ δε μάλλον η αγάπη. 

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Ελλάς ΧΙ

Το νησί

Το ’χω καιρό στο κιάλι μου και σιγοκλαίω σαν γράφω
για τ’ άμοιρο τούτο νησί, το πάντα ορφανεμένο,
το δίχως κάποιον πάνω του να χολοσκάει, να νιώθει
μέχρι, στην πόρτα να γρικάει του μεντεσέ το γρύλο.

Ποιο πεπρωμένο το κρατεί και δεν βυθίζει, αλήθεια,
δίχως χαρές παιδιάτικες και δίχως χαμογέλια,
δίχως στον μόλο να προσμένει τ’ άσπρο, τ’ ασκωμένο
το χέρι, για χαιρετισμό στο πήγαινε, στο καλωσήρθες.

Οι ξενιτιές μην έφταιξαν κι έρμο τώρα φαντάζει
και στέκει μεσοπέλαγα σαν πάντα ορφανεμένο,
δίχως γερόντους, δίχως νιους και δίχως τις κοπέλες
μωρουδιακά ν’ απλώνουνε πού φτάνει ο αγέρας, ο ήλιος.

Τ’ άνθη, τι φύονται στις αυλές κι εύοσμα ολόρθα στέκουν
κι απ’ τους γιαλούς, τι γνέφουνε τ’ αμέτρητα αρμυρίκια
όταν, δεν έχει στο νησί ένα βλέμμα, για να στρέψει.
Όταν, χαμένο σε άμπωτες και σε παλίρροιες, κείται.

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Χωρίς Γη ΙΙ Ελλάς Κάθε σαν θάλασσα με πλήττεις, τίποτα. Ίσως για σένα να μιλώ δεν είχα. Απ’ όσα ψέλλισες καλύτερα τ’ ανείπωτα. Ότι μ' αρνήθηκες σεβάστηκα κι απείχα. Για σένα πλήθυνα της θάλασσας τα ονόματα. Στους λογισμούς μου ακρόπρωρο είχα σένα: Στοιχειό που πάλευε σ’ ενός καμβά τα χρώματα, κινώντας στ’ άγρια τα νερά πέρα στα ξένα. Μύρα σου στέλνω απ' τ' αστρικά κι άνθη μαγιάτικα κι ό,τι από τ’ άλλα ξενικά τ' άγνωστου κόσμου που, σ’ τα συνάζω τα πρωινά τα κυριακάτικα, να τ' αναδεύεις πλέρια στ' άρωμα του δυόσμου. Για σένα μίσεψα στ' ανέβαθα του σύμπαντος, - άλλοτε δίχως να μπορώ να σ' ανταμώσω - κι έτσι που χρόνια καρτερώ σ' έν' άστρο ακύμαντος εύχομαι ρίζα να γενώ και να ριζώσω.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Πώς ν’ αγαπήσεις…

Πού πεταλούδα, για να δεις; πού γη, για ν’ ακουμπήσεις;
Πού πεύκου σκιά να δροσιστείς, να γείρεις, να πλαγιάσεις.
Άνθρωπο πού, να ’χει καρδιά και νου για να μιλήσεις,
να του χαϊδέψεις τα μαλλιά, μ’ αγάπη ν’ αγκαλιάσεις.

Πού μέλισσα, να βρεις χρυσή; μια μυγδαλιά, ν’ αγγίξεις.
Πού ρεματιά να ’χει νερό, να πιεις και ν’ αποκάμεις.
Θάλασσα πού και βότσαλα στα μακρινά να ρίξεις.
Λάκκο, να βγάλεις μια κραυγή, τον πόνο σου να γιάνεις.

Σύννεφο πού, δίχως θολό τον ουρανό του να ’χει.
Πού νύχτα, ν’ αποκοιμηθείς με την ψυχή γαλήνια,
να γείρεις το κορμάκι σου κει στου βουνού τη ράχη,
να σε ξυπνήσουν τα πουλιά, μες στης αυγής τη γρίνια.

Μα… πού χαρά, να ξαπλωθείς… να γείρεις, το κορμί σου…
Να δεις πώς τ’ άστρα στ’ αργαλειό ξεπλέκουνε το φως τους!
(Πώς ν’ αγαπήσεις άνθρωπο – θεριό με τη μορφή σου,
όταν δεν ξέρεις τι ζητά και ποιος είν’ ο σκοπός του…)

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Εις την πλατείαν

Πεδίον του Άρεως

Α Καρυωτάκη, Παλαμά, Καββαδία,
με δίχως δάφνες πια και δίχως στεφάνια.
Στην πολύβουη την άλλοτε από κόσμο πλατεία
τ’ αγάλματά Σας – μαραμένα γεράνια.

Περίλυπος στέκω κοιτώντας και φρίττω
με στόμα τί χαύνο και φρένα σπασμένα.
Στων αρίστων τα πλήθη φανερά διακηρύττω
πώς πάλλεται ο κόσμος μας με “φώτα σβησμένα”.

…………………………………

Δώθε – κείθε κουτάκια και σπασμένα μπουκάλια.
Κιτρινόχρους γι’ ανθός στο κλωνάρι καπότα.
Made in China στο πλάι δίχως τούλι βεντάλια
και του δήμου οι λάμπες μ’ άνευ ρεύμα και φώτα.

Ζήτω! Ζήτω φωνάζω κι όλοι πέριξ μου: «Ζήτω!
μα δεν είναι σαν κείνα που ‘χαν σθένος και τόλμη.
Ναπολέων ντυμένος στο Δαφνί διακηρύττω
μιαν ιδέα δική μου: Μένει χρόνος! γι’ ακόμη…


Δίχως Ανάσταση


Ζυγώνει ανήλιαγος καιρός σφοδρά να μας χαλάσει.
Μία πυρκαγιά στο στήθος σου, που σιγοκαίει καιρό.
Δίχως πατρίδα, Ανάσταση, δίχως παπά, γιορτάσι,
πώς απ’ το πέλαο, μου ζητάς καλά να σε θωρώ;

Χάραμα· φως ανέσπερο μας ραίνει και μας γιάνει.
Δέσμιοι, με δίχως κάγκελα και δίχως φυλακή.
Απ’ της καμπίνας το κελί στο ξενικό λιμάνι·
βγαίνεις, και ψάχνεις εκκλησιά ν’ ανάψεις το κερί.

Λες η ψυχή σου Ελληνική, ίσαμε μ’ ένα στρέμμα.
Στα στερημένα μάτια μου, αθάνατη, χρυσή!
Μι’ άνοιξη πώς περίμενα για να σε δω στο γέμα
να σ’ ασπαστώ, πατρίδα μου, με δίψα περισσή.

Μαύρο πουλί στην πλώρη μας τον κόρφο ξεψειρίζει.
Απόψε, ήθελα δίπλα σου, να κράταγα σφιχτά
καθώς, η σκέψη βάλλεται και στο μυαλό μου ερίζει
φωνή, που λέει για σένα πια κανείς δεν ξενυχτά…

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Αισχρός ο αιώνας…

Οι άρρενες, δεν υποκλίνονται, όπως…
μηδέ χειροφιλούν την δεξιάν απολήγουσα.
Αισθητικά, λιγοστέψαμε, Άρη:

Σόρταϊμ οι έρωτες
με τους όφιδες έξαλλους
“παρά πόδα ή επ’ ώμου”
ν’ αλαλάζουν: άξιος ! άξιος !

κι απ’ το βάθος,
αναζητώντας παράδεισο,
να κρένει θυμώδης
με φωνή Καζαντζίδη,
ο αιώνας αισχρός·

 ατελέσφορος.

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Η ξύλινη εσάρπα μου 
έρημος
κι εγώ σε καρτερώ 
στο κατώφλι
πλάι σε πεσμένα φύλλα

Το τελευταίο χαμόγελό σου
αμφίβολο 

δυο μέτρα που ’φυγες 
και λέω πως φοβάμαι

Τις φωτιές! Τις φωτιές!

Δεν βλέπεις;

μου αφυδατώνουν την νεότητα 

Γύρνα! Μόνο δυο μέτρα
πριν να 'ναι αργά

Πριν να με καταπιούν
ξενιστές και σαράκι…

Μάτι Αττικής 2018

©Γιώργος Ν. Μανέτας


“Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι”

Κωστή Παλαμά:


Το σπίτι που γεννήθηκα, θα πέσει να πλακώσει,
γιατί δεν είχα που χρωστώ της τράπεζας τη δόση.
Μηδέ και πόρτα μ’ άφησαν, τοίχο, μπογιά κι ακόμα
το μαλακό του κήπου μου κατάσχεσαν το χώμα.

Κάθε λουλούδι π’ αγαπώ, κάθε του κήπου γλάστρα.
Δεν πήραν μόνο την ψυχή και των ματιών μου τ’ άστρα.
Μια πέργκολα, που ’χα λειψή, την πήρανε κι εκείνη.
Οι στοχασμοί κι οι σκέψεις μου, σκιές που ’χουν ξεμείνει.

Ακόμη, πήραν τη χαρά, μου πήραν την ανάσα.
Τέσσερα βάλαν στον νεκρό χερούλια, αντί κάσα.
Θυμάστε, κείνο το μικρό τ’ αξήγητο κοράσι;
Το ’χα κι εγώ στον κήπο μου, μα πήραν το στα δάση

γιατί, με δίχως ΑΦΜ, δεν είχε να δηλώσει…
Χωρίς κλειδάριθμο θαρρώ, θα το ’χουνε σκοτώσει.
Παρακαλώ σας, Παλαμά, πείτε μου, τι μου μένει;
Το σπίτι που γεννήθηκα, να το πατούν οι ξένοι…;

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Πολιτικό μήνυμα


Στης κολάσεως τ’ ατίμητα πέρα διώξετε σκότη,
κει που τ’ άσεμνα ζούνε δίχως δάκρυ, ψυχή.
Κει που δείχνουν με δάχτυλο τον χαφιέ, τον προδότη,
κει που η “ θάλασσα” σέπεται, γιατί στέκει ρηχή….

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Το Ψεύδος


Σκοτεινή σαρανταετία, 1974 – 2014 –
Η στυγνή δικτατορία των “Δημοκρατών” 

Αναθέματα

Θέμα αναθέματος: Το κυνοβουλευτικόν ψεύδος

Ηγεμών εγώ και μέγας άρχων αρχαίος της τάξης της αβύσσου δεύτερος
και Ιούδας εγώ της φυλής της πρώτης των ανθρώπων
κατοίκησα στο θηρίο των στομάτων εκείνων βδέλλα
και αφαίμαξα και μετάγγισα έως των επιγόνων τα σίελα
ψεύδη εξ’ αίματος ικανά να διαφέρουν της αληθείας, ένα:

Των πολέμων θυμός εγώ τροφός και στέφανος των κενοδόξων βασιλέων της Γης
έστρεψα τους αυτούς ανεντίμους εις φιλαργυρία – πορνεία – φαυλότητα και διαστροφή και αφού φύτεψα το σπόρο της ατιμωρησίας, θέρισα με το δρέπανο της συντελείας διότι τα φρονήματα των αμαρτιών πολλαπλάσια των αναμενόμενων ήσαν, τα δε της ηθικής κατάντιας και εξαθλίωσης κέρδη, απροσμέτρητα και πέραν κάθε προσδοκίας.

Για τα παραπάνω της απρεπείας αναίσχυντα, τα μέγιστα ευχαριστώ
και ιδιαιτέρως στρέφω τόσο προς τους την φαυλότητα υπανθρώπους διψασμένους για εξουσία που από τα νερά των πηγών της ανομίας μου ξεδίψασαν τελώντας καθήκοντα ψεύδους, όσο και τους μυήσαντες την ιδιοτέλεια και πάσα άλλη διαβολή και απάτη, ισόθεους προς εμέ, ασεβείς.

Το Ψεύδος

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Λιλιπούτ 


– Γκιούλιβερ, δες! Ένας ανθός που κελαηδεί στα βράχια!
Ένα πουλί πρωτόφαντο που το φτερό του θάλλει.
Δέντρο μυρτιάς πολύχρωμο με λέπια και με βράγχια. 
Πάχνη! Και γύρω μας τι φως λαμπρό που περιβάλλει.

– Λόγχη στο δείλι σάλεψε και ψάχνει σώμα να 'βρει! 
Ο ένας εχθρός, απόκληρος με δίχως τόπο, σπίτι.
Ο δεύτερος, σαύρα ψυχρή με την ψυχή του μαύρη.
Σκύλοι! που φόρεσαν στολή και διάσημο σιρίτι. 

- Δες, πώς  ο κόσμος άλλαξε! Πώς τέλειωσε, η ασκήμια!!
- Λουθηρανοί και αγγλικανοί στ' αήθη των ανθρώπων
Λόγια φαιδρά που ειπώθηκαν ψευδώς στα καλντερίμια.
Τη λίλιπουτ, τη διαίρεσαν παρών των επισκόπων...

(Σπείρες της φλοξ – πια σύνηθες στα πέτα των «γιγάντων»).
– Κραδαίνουν φλάμπουρα! γιατί; – Για να 'χουν τη βολή τους… 
– Αχ, Γκιούλιβερ! Δες τις ροδιές, κι αυτά, των αμαράντων…
Αφού μικροί, τι σκιάζεσαι; Μικρή θα 'ν’ κι η χολή τους…

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Στον «λατρεμένο μας» Χένρυ Κίσινγκερ


Θα φροντίσουμε, Χένρυ, σαν σε πάν’ για το μνήμα, 
τα κανόνια τρεις μέρες για τα σένα να βάλλουν.
Χίλιες να ’χει σελίδες τ’ όνομά σου στο λήμμα.
Τα κανάλια κι ο τύπος μόνο εσέ να προβάλλουν:

«Δάφνες, στέφανα δόξας! Αδερφέ, συγγενή μας!
Έτσι πρέπει κι εμείς να σε νιώσουμε οικείο.
Τεθλιμμένοι με δάκρυα τη στερνή την ευχή μας, 
και θα πρέπει να λέμε με κραυγές προς το Θείο:

«Γιατί, πήρες, το φως μας; Πώς θα ζήσομε, τώρα;
Άγιο μύρο να γίνει κι άρωμά μας η τέφρα.
Βαθύ σκότος να πέσει για τρεις μέρες στη χώρα.
Να μας πρέπουν σεισμοί, η πανώλη και η λέπρα».

Ποιος μπορεί φανταστεί σε, σε τον άνακτα πρώτο,
ξαπλωμένο, το σάπιο ν’ ατενίζεις κορμί σου;
Οι τυχάρπαστοι εμείς κατοικούντες στο Νότο,
σαν εικόνισμα θα ’χομε την «σεβάσμια» μορφή σου. 

©Γιώργος Ν. Μανέτας

A, Τούρκε…


Τις λέξεις μου, γράφω σιγά και πια μόνο για σένα.  
Τούτη δεν είναι μου η στιγμή κι οπού ’θελα να ζω.
Γύρω σκοτάδια. Σαν πληγή μ’ ακούγεσαι στα ξένα.
Το βλέμμα μου, στρέφει γι’ αλλού, μου αρνείται να σε δω.

(Άμα στρεβλά μου τα ’πανε και λάθος τ’ αποδίδω,
ας μου δοθεί μια σάρισα μεμιάς να σκοτωθώ!

Να μου βληθεί θραύσμα βαθύ σε φυλακή του Βίδο.
Να γκρεμιστώ απ’ το Ταίναρο για ν’ απολυτρωθώ).

Πείσμονας είμαι. Δεν ξεχνώ… Το δίκοχο και πάμε!
Φέρω κορφιάτη κύτταρο και πάππο μπιστικό.
Μιαν απλωσιά τα πόδια μου, τρεις θάλασσες και να με:
Τούρκε! Α, Τούρκε! δεν νογάς ποιος είν’ τ’ αφεντικό…

©Γιώργος Ν. Μανέτας

T’ ακρόπρωρο 


Θέλεις του ορίζοντα η γραμμή, ζημιά που μου ’χει μείνει;
Θέλεις το κιάλι, που ’ν’ θαμπό και δεν καλά θωρώ;
Σου λέω πως το ’δα, χρόνια πριν το πόστο του ν’ αφήνει.
Να ’ταν, ανάγκη του η φυγή; Να πω, δεν το μπορώ.

Ένας βαθύς μόν’ στεναγμός ακούστηκε απ’ τα πέρα.
Σειρήνες κι άγρια του βυθού, του δείχνανε για πού.
Και τότε, τ’ άτρομο θεριό, το σκαλιστό απ’ αγέρα, 
έδωσε μια και χάθηκε, στο διάβα του βυθού.

Τώρα, τις νύχτες που σφοδρός καιρός τα πλοία ξεκάνει,
λεν πως το σχήμα του σαν δεις, θα βρεις τη συμφορά.
Άμα σε δει που το κοιτάς, μπορεί να σε τρελάνει.
Σαν άβυσσος – λεν – η κραυγή, καθώς κείν’ η φορά….

Απόψε, η μοίρα το ’φερε, βαρδιάτορας και πάλι
να ξαναδώ τ’ άγριο θεριό απ’ τη μεσαία την τρέσα.
Σκούπισα κείνο το θαμπό παλιό μου ματοκιάλι.
Στο καθαρό και τρόμαξα, σαν είδα το κει μέσα.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Ωδή στη Δημόσια Διοίκηση 

Δ.Ο.Υ
Όροφο – ταράτσα 
τμήμα προώθησης αυτοκτονιών 


Ω, μάνα Ελλάδα, πάμφωτη, με τ’ άσβεστο το φως σου,
που χρόνια εχθροί απ’ τα σπλάχνα σου, αφαίμαξαν το βιος σου,
όπου σε θέλουν άδοξα να ζεις μες στο σκοτάδι…
Δώσε τους μια ξανάστροφη και στείλε τους στον Άδη

δώσε, για δεν αντέχουμε τόσους πολλούς Μαλάκες
(της Διοικήσεως, τα σκυλιά του Δημοσίου μας: «Βλάκες!)
που ’ρθανε χωριατόπαιδα με βρομισμένα χνώτα,
( παγκάκι, πέντε τάλαρα με τρύπια την καπότα )

κι απ’ το χωράφι, έφοροι γινήκανε, λεφτάδες!
( τραγί βουνίσο οχτώ μηνώ σου βγάζ’ κάτ’ τραχανάδς )
και τώρα… αυτά τα πρόστυχα, τα χνωτοβρωμισμένα,
δε φτάνει που σε ρήμαξαν, διψούν και τα ιδρωμένα….

Ω, μάνα Ελλάδα, δύστυχη, με τ’ άσβεστο το φως σου,
δεν είναι μόνο αλλόθρησκος κι αλλόφυλος ο εχθρός σου…
Λογιών – λογιών πανσπερμικοί Τουρκόσποροι μπαστάρδοι,
προδοτικά σε σπρώχνουνε στη λήθη, στο σκοτάδι…

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Business

Χιαστί ρεμέντζο οι κάβοι σου και βίρα εκεί που πρέπει.
Τ’ άστρα στ’ αμπάρια φόρτωσε για να τα πάμε αλλού.
Δέσε στα στρίτσα ή πλήρωσε τον άγγελο που βλέπει,
για να μην πει τα θαύματα πού πάμε τ’ ουρανού.

Μάινα τις μπίγες κι ύστερα σφαλίζεις πλώρα – πρύμα.
Βιάσου! στ’ όκιο της άγκυρας και πες μου πού καλεί.
Το ναυλοσύμφωνο ακριβό κι ο χρόνος είναι χρήμα:
Το τίμημα, γέρνει σ’ αυτούς που πάντοτε ωφελεί.

Δέκα δεξιά! Κράτα γραμμή τ’ ολόγιομο φεγγάρι.
Σε χίλια χρόνια ξύπνα με, τη Νέμεσις σαν δεις.
“Την Ανδρομέδα πούλησε, τον Σείριο και τον Άρη”.
Πέρυσι ξεπουλήσαμε το χρώμα της αυγής.

Το πλοίο κυλάει στα κύματα μιας θάλασσας γαλήνιας.
“Τρεις ήλιους θέλω να μου βρεις κι από τις μαύρες τρύπες!”
Βάβα Ρουμπίνα μ’ τα ’λεγες σε παραμύθι – ορμήνιας:
«Τούτον τον κόσμον, γιόκα μου, τον διαφεντεύουν γύπες».

Κάβο Alemania η γάσα σου – θηλιά για το λαιμό σου.
“Σύρε τη γη στ’ αμπάρια σου και πούλα την αλλού!”
(Βγάλε το μάτι το ζαβό και βάλε το καλό σου…
Τα σφάγια, τρών’ κουτόχορτο την ώρα του σφαγμού).

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Χωρίς Γη II

Ελλάς

Κάθε σαν θάλασσα με πλήττεις, τίποτα.
Ίσως για σένα να μιλώ δεν είχα.
Απ’ όσα ψέλλισες καλύτερα τ’ ανείπωτα.
Ότι μ’ αρνήθηκες σεβάστηκα κι απείχα.

Για σένα πλήθυνα της θάλασσας τα ονόματα.
Στους λογισμούς μου ακρόπρωρο είχα σένα:
Στοιχειό που πάλευε σ’ ενός καμβά τα χρώματα,
κινώντας στ’ άγρια τα νερά πέρα στα ξένα.

Μύρα σου στέλνω απ’ τ’ αστρικά κι άνθη μαγιάτικα
κι ό,τι από τ’ άλλα ξενικά τ’ άγνωστου κόσμου
που, σ’ τα συνάζω τα πρωινά τα κυριακάτικα,
να τ’ αναδεύεις πλέρια στ’ άρωμα του δυόσμου.

Για σένα μίσεψα στ’ ανέβαθα του σύμπαντος,
– άλλoτε δίχως να μπορώ να σ’ ανταμώσω –
κι έτσι που χρόνια καρτερώ σ’ έν’ άστρο ακύμαντος
εύχομαι ρίζα να γενώ και να ριζώσω.

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Του νταβατζή  ΙΙ


Του νεοταξίτου 

– Οι πλόκαμοί μου, τρεις οργιές…
Το βλέμμα, μ’ άγριες συννεφιές
μόνο μετριέται…

Είμαι στο πρόσωπο τραχύς,
θ’ αρνιόσουν, ν’ αναμετρηθείς…
– Ποιος συλλογιέται….

Ανάποδά σε, που κοιτώ,
σε συλλογίζομαι Χριστό…
– Κάν’ το σταυρό σου!

Άμα θυμώσω, μην μπροστά
αυτός που εμένα μου χρωστά…
– Δεν είμ’ εχθρός σου!

Δεν έχω στόμα εγώ, φωνή,
μήτε ντουντούκα και χωνί…
κλειστά έχω χείλη.

Μήπως, πειράζει που κρεμώ
εδώ, στο πέτο και κοσμώ,
ξερά τ’ Απρίλη;

Εσέ, σου πρέπει απλοχεριά,
κι όχι μακάβρια μαχαιριά…
Εσύ, μας πρέπεις!

Πάρε ντουφέκι, να χαρείς,
να κάτσεις πάνω τους βαρύς…
Μη δεν αντέχεις;

– Όχι! Μπορώ τις προστυχιές…
– Δώσε καινούριες προσευχές,
μιαν άλλη πίστη…

Γκρέμισε! χάλασε φυλές,
συνέτριψε τους μ’ απειλές…
– Κάνε με, μύστη!…

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Ελευθερία


Ελλάς IV


Την ομορφιά σου θαύμαζαν
κάθε που σε κοιτούσαν
κι ήταν ο κόσμος γύρω σου
κι όλοι για σε μιλούσαν
και φλόγιζαν τα μάτια σου
απ’ την πολλή χαρά.

Κι αυτούς που τόσο φρόντιζες
ταγίζοντας τα μύρια,
οχτροί σου τώρα γίνανε
ζητώντας ’κατομμύρια
κι ο κόσμος όλος χάθηκε
κι η τόση σου χαρά.

Και ξέχασαν τις ομορφιές
κι όσα σου ’χαν θαυμάσει
και σου τα πήραν όλα σου –
μα πώς να τους προφτάσει
που ολόρθη τώρα στέκεται
και με λυγμούς θρηνεί.

Μαύρες οι μέρες της κυλούν
μα πάλι αυτή ξεχνάει
και στα παιδιά που γέννησε
τη λύπη της ξεσπάει
μέχρι βαρύς ο πέλεκυς
της ξενιτιάς ξανά.

Μα ήρθε η μέρα κι έφτασε
σε αστροπελέκι πάνω
η Ιστορία και φώναξε:
«Ήρθα να σε προκάνω!
Ακούσαμε τον θρήνο σου 
κι ό,τι που σε πονεί.

Κόρη που σε θαυμάσανε
κι έθνη χαλιά σου στρώσαν
όσες φορές τα μάτια μου
για σένα μού βουρκώσαν
ήταν γιατί όσα μου ’δωσες
σε μάρμαρο γραφτεί.

Τώρα σήκω και φώναξε
τα σύμπαντα ν’ ακούσουν
κι όσοι πολύ σ’ αδίκησαν
στις δάφνες να σε λούσουν
πριν ο θυμός μου αβάσταγος
και η πένα μου βαριά…»

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Σας κρούει την θύραν…

Ελευθερία ΙΙ

– Μα… πού γυρνάς, πού χάθηκες;
– Ποιος με ρωτάει, στα ξένα;
– Αν την ιδέαν αρνήθηκες
θέλω να πω, σ’ εσένα:
«Δεν τ’ άκουσες; Δεν τα ‘μαθες;
Πάει καιρός, που εχάθη…»
– Την πρόκαμα, στα βάθη
πριν από τη θανή

κι είπα: «Ποτέ πια θάνατο
ω Ελευθερία, μη ζήσεις,
μόν’ της χαράς σου τ’ άχραντα
τα δάκρυα σου να χύσεις,
να μπολιαστούνε τα νερά,
του κόσμου τα ποτάμια·
ως να βυθίσει η Λάμια,
οπού 'θελες κι εσύ.

Βιάσου! Ο κόσμος στέρεψε,
μόνο καημός μου φτάνει…
Δεν έχει λεύτερη λαλιά,
μοιάζει να 'χει αποθάνει.
Δεν ανασαίνει, δεν νογάει
πια τ’ αντιπάλεμά του.
Τη νίκη, τη δικιά του,
την έκαμε θανή…

Έλα! και γίνε πέλαγος,
και δάκρυ γίνε, πάλι
να θρέψουν κρίνα και μυρτιές
κι απ’ των ανθών τη ζάλη,
ν’ αναγαλλιάσουν οι ψυχές,
να γιάνουν, των ανθρώπων…
Ως η σκοτία των τόπων,
μας δώσει ένα κλωνί…»

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Εμβόλιμο

Εχθές, είπαν πως σ’ είδανε ν’ αναμετράς τα μίλια.
Το λογικό πως σάλεψε κι ανέγνοιαστα θωρείς
κάτι στους χάρτες. Κι είδανε ν’ αναμετράς στα χείλια
το ηθελημένο μέσα σου, που ξέμαθες νωρίς.

Απ’ τα σαράντα κύματα, πιες τ’ αρμυρό νερό της,
για να ‘χεις καλοτάξιδο τον πήγαιν-ερχομό.
Κάμε το πείσμα κάβο σου και δέσε τον καιρό της,
δίχως να πρέπει οξύθυμος και με παροξυσμό.

Ανδρώσου! με τ’ αλαργινό της μοναξιάς ταξίδι.
Κάποτε ρίξου μέσα της, να νιώσεις τον πνιγμό.
Να νιώσεις πώς της θάλασσας το λιμασμένο φίδι.
Να μάθεις, πώς ν’ ανθίστασαι κι εσύ σ’ έναν νυγμό.

Τι δε νογάς κι αξήγητα προς στο κενό κοιτάζεις;
Δες πώς η βάρκα λεύτερη με το λευκό πανί.
Αναμετρήσου τι ‘θελες και πάψε να πλατειάζεις.
Κοίτα πούθε κινήσαμε και τι ‘μαστε ικανοί…

Εχθές, είπαν πως σ’ είδανε ν’ αναμετράς τ’ αστέρια.
Ν’ αναμετράς τα κύματα πέρα στην πλώρη ορθός.
Τώρα που ο νους αγιάτρευτος, θυμώνεις με τ’ αγέρια.
Μετριέσαι σάμπως ο καιρός που μαίνεται σφοδρός.


©Γιώργος Ν. Μανέτας

Τους κατ’ εξακολούθησιν σεσημασμένους και δη
τους κατά συρροήν ποιητές, να μην τους εμπιστεύεστε.
Διότι αυτοί φέρουν αυτοβούλως το θάρρος της γνώμης των…

©Γιώργος Ν. Μανέτας

ΟΗΕ: «Ο έχων νουν ψηφισάτω… «

Πόση να κρύβει μοναξιά τούτος ο κόσμος· Πόση…
Ψυχή θυμίζει αμαρτωλή που θέλει να λυτρώσει.
Μου λέγανε, της μοναξιάς θα «πρέπει» αυτής να μοιάσω.
Στα θλιβερά κι αναίσχυντα, τη σκέψη να ταιριάσω...

Κάλλιο μια σφαίρα να βληθώ και μαχαιριά στα στήθη!
παρά να σκύψω καταγής, να υποκλιθώ στη λήθη.
Έγνοια δική μου, να βρεθώ στης θάλασσας τα βύθια,
για να θωρώ πού κρύβεται η ορφανεμένη αλήθεια.

Πιότερο φύλλο να παρθώ σε φύσημα του αγέρα.
Κραυγή να γίνω και λυγμός ως τη στερνή τη μέρα.
Εγώ, στο πέτο μου κοσμώ το ευωδιαστό θυμάρι.
Δεν φέρω στάμπα νεκρική και ταφικό λιθάρι.

Έχω τ’ Ανθρώπου ανάστημα και προσδοκώ μια νίκη.
Τη Λευτεριά ταξίδεψα στα μάκρη και στα μήκη.
Τώρα… ένα κήπο λαχταρώ κι ένα του δάσους ρέπι.
Για τ’ απρεπή, ξενύχτισα! Άκου για σε τι «πρέπει».

Πλάσε στο χέρι μι’ Άνοιξη κι αν δεν μπορείς, φαντάσου!
Το θεϊκό σου ανάστημα στο νήμα και προφτάσου.
Ορθώσου! Νότος και Βορράς, Ανατολή και Δύση.
Κάθε φυλή! Κάθε λαός! Κι αφέντης; Μόνο η φύση!

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Όψεως πέτρα

Στην αθέατη πλευρά
της μητρίδας των κόσμων
αιφνίδια μπήκε, – τυχαία
κι έζησε τους σπαραγμούς
μίας σαρκοβόρας πυράς μορφής
που παραμόνευε κυοφορώντας
μέλλοντα συνωμοτικά
συντελείας
καταγόμενα του Θανάτου.

Σε σπήλαια των ηφαιστείων της
ρήγματα
και από τις οπές αυτών
αβυσσαλέοι στην όψη
κλειδούχοι
μ’ ονόματα λήθης
πρωτόφαντα
και στο μέτωπο αυτών
αιματώδες τριγράμματο
χάραγμα σπείρας.

Από μίας ρωγμής εισήλθε
παρακάμπτοντας
την κοινή των διαστάσεων
και βρέθηκε σε χώρο
ακάθαρτο
που εκεί μιλούσαν
την πρωτόγλωσσα των ανθρώπων
βρίζοντας ακατάσχετα
τόσο
που δεν της επιτρέπεται
παρά να σιωπήσει.Σας λέγει μόνο τούτο:
«Ενοράσθαι και λογίζεσθαι»..

©Γιώργος Ν. Μανέτας

ytjy

Κατάδεσμος

Στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε

Ποδοκροτήστε! αυτό το αισχρό το σκήνωμα θανάτου,
το χαμερπές, το βρώμικο γερμανικό γουρούνι.
Κατάδεσμους, δετούς – λυτούς να πλέκουν στ’ όνομά του
κι αέναα να του τραγουδούν οι ομόφυλοί του Ούννοι:

«Ω, τρισκατάρατε! Η Ελλάς, παρήγγειλε απ’ τα χτες σου,
μ’ ευχή στα χείλη της: “Χαρά μη ματαδείς ποτέ σου!”»

Από τη συλλογή “Σκωπτικαί αλήθειαι”

©Γιώργος Ν. Μανέτας

fgfgbnfgbnfg

Κατάδεσμος ΙΙ

Γυναίκα


Σπασμένο κρύσταλλο Σμυρνιό, πνιγμένο στο αίμα.
(Δέκα κοράσια χάλασαν σε μια εκκλησιά.
Είχαν αλλιώτικη θωριά· καθάριο βλέμμα
όμοιο, μ’ αυτές που σφάξανε στην Καρπασιά). 

Στάχτη από Τούρκο – βάρβαρο και δίπλα χώμα.
(Ήθελα εγώ Σουλιώτισσα, να γκρεμιστώ!
Μπαρούτη, μι’ άκρη φιτιλιού πώς ήθελα, κι ακόμα
από το Κούγκι, ως τ’ Άγραφα πέρα, να σκορπιστώ). 

Αίμα σκορπιού. Φιδόντυμα. Καρφίτσα. Νήμα. 
(Απ’ τον Βουτζά, “Μανούλα μου φεύγω”, στη Χιό.
Όπου κι αν στάθηκα, θαρρώ πως ήμουνα το θύμα:
“Σκύλα τουρκάλα”, μ’ έκραζαν· “πόρνη”, “στοιχειό”).

Χόρτο από σκούπα μάγισσας και νύχι ακρίδας.
(Τα βράδια, ευώδη ρεύανε, μα πού χαρά…)
Ίδιος ο θάνατος, παντού: Ρετζέπ, Βόλφανγκ ή Μήδας.
Τέλειωσα τον κατάδεσμο. Η ώρα, έξι, παρά…


Από τη συλλογή “Σκωπτικαί αλήθειαι”

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Κι είδα την


Κι είδα την! κι είδα πώς αυτή
νεκροβαριανασαίνει  –
κι έγινε ο λόγος μου θυμός, σε γη 
καταραμένη.

 – Μη συγγενής σου, χάθηκε;
– Ξένε, γι’ άλλο μιλώ.

…Κι έγινε ο λόγος μου, κρουνός
κι αντριώθηκε η φωνή μου,
μα ο πόνος ήτανε καθώς
εκείνος, του αποδήμου…

 – Μην το καράβι, βύθισε;
– Ξένε, γι’ άλλο μιλώ.

 …Κι ένιωσα θλίψη, κι εντροπή
κι εσιώπησε η φωνή μου,
κι είπα ν’ αγγίξω μια, μ’αυτή
νεκρώθηκε· η καλή μου…

 – Μην και το βόλι, λάθεψε;
– Ξένε, γι’ αυτό μιλώ…

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Κάθε σκέψη φέρει μιαν αλήθεια…

Αμέρικα – Αμέρικα

Λάγνα θωρούσε, υδρόκορμη – τρικυμισμένη,
ιστάμενη, με αργούς σπασμούς η ‘αγνή’ του ανέμου
έρεε στα σκέλη βράχινους αρμούς του κόλπου.

Όμβρια μορφή πυρόχρωμη, ωχρή των μύθων,
των βράχων νύμφη αξόρκιστη, δυσοίωνη Εύα·
της Βαβυλώνας σύμβολο των γαμικών συνθέσεων:

Γνέφεις στη γλώσσα σύντριμμα σάρκινου πόθου…

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Ελλάς V

Θάλασσα· κύματα μπροστά πελώρια και βυθός.
Χιαστί δεμένη σε θωρώ στα δεκαεφτά κουβούσια.
Στου νου μου μέσα το γλυφό, του κάλυκα ο ανθός
σκύβει και πίνει απ’ τα νερά της λήθης τ’ αχερούσια.

Ντύθηκες κράτος – δόλωμα: Κεντίδια και φλουριά…
Τώρα παλεύεις το θεριό και το στοιχειό να φύγει.
Μαζεύεις κάθε θραύσμα σου με διάθεση βαριά,
όμως, ό,τι εμπιστεύτηκες, σε ζώνει και σε πνίγει.

Ένα κατάστρωμα όνειρα, τα πήρες στο βυθό.
Πόση γαλήνη κρύβεται στα κάτω του κυμάτου!
Να σ’ ασπαστώ δεν πρόλαβα και να συλλυπηθώ.
Κλαίω, έναν τάφο ασώματο με δίχως τ’ όνομά του…

……………………………………..

Ακουμπιστή να σε θωρώ κι ασάλευτον εσύ!
Φίδι γλιστρά και κάθεται στα ωχρά τώρα σου χείλη.
Η χωρισμένη Κύπρος μας στο βλέμμα μου μισή.
Στο αποκομμένο σώμα σου, η Θράκη μας και οι “φίλοι”.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Κερύνεια

Ήταν ο Αττίλας που άλωνε της Κύπρου το περβόλι,
μέρα Σαββάτου κι άρπαζεν της Κερυνείας την πόλη.
Ο γιος της κυρά Μαριγώς της Γιαννακού, ο Τάσος,
έπεφτε κάτωθεν νεκρός κει που 'παιζεν, στο δάσος..

Ρεύει κατάρες η Μαργώ και το φιλά στο στόμα,
την ώρα που 'σβηνε το φως κι ανάδινε το γιόμα.
Κάλυπτε το κορμάκι του με τα σκουτιά της θλίψης,
προσευχομένη κι έκραζε: «Παιδί μου, μη μου λείψεις».

Σαν το 'δε ο Τούρκος ο φονιάς, αρχίνισε να κλαίγει!
Δεν του το χώραγεν ο νους, δεν ένοιωθε τι φταίγει.
Έστρεψε τ’ όπλο στην καρδιά, και πριν να καταλάβει…
Αγκαλιαστά κι αρχίνισεν η μάνα να τα θάβει,

να τα σταυρώνει, να εύχεται παράδεισο για κείνα,
κει που οι φασίστες φρόντισαν, σε Άγκυρα κι Αθήνα,
κει που τα σπρώξανε οι τρελοί του πόλεμου οι αφέντες,
οι γέροντες! που επιθυμούν να χάνονται οι λεβέντες….

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Σιίζω

Αϊ αϊ Κύπρε τάλαινα, αί δέ πλατύ κύμα θαλάααη!

Ναι, σ’ αντίκρισα μες στο σκοτάδι
δακρυσμένη, στο σώμα μισή.
Ήσουν πέτρα, μεσόγειο νησί,
σε σημάδι…

Και σε ρώτησα, ελλήνισα φίλη,
ποιος το σώμα σου, θέλει μισεί;
Κι είπες: «Είναι κορμί το νησί,
κι ανατείλει… 

Ο πρωτόγονος νους, που με βάλλει,
είναι κτήνος αρχαίο και ποθεί…
Το κορμί, που ζητάει να δοθεί,
γέννες θάλλει. 

Τριπλομάνταλη φέρομαι πέτρα 
που σιωπά κάθε λύσσας ορμή…
Στο πρωτόπλασμα φέρω κορμί,
Έθνη! Μέτρα…» 

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Κύπρος 1974

Δεν ξεχνώ…

– Ξύπνα, μανούλα, φτάσανε! Ήρθαν οι Τούρκοι, πάλι…
Να δεις, δεν θα ’χει τελειωμό. Kαλό, να δεις, δεν θα ’χει!
Το ’χουν συνήθεια, μου ’λεγες: «Θα μας ξανάρθουν, κι άλλοι…
Όπου πατούνε, δεν ανθεί… μηδέ κι απλώνει, στάχυ».

Μάνα, φοβάμαι! – Γιόκα μου! Κόρη, κι εσύ παιδί μου,
κι άμα την πόρτα, ο Χάροντας περάσει, μη φοβάστε.
Δεν παίρνει ο Χάροντας παιδιά. Να ’χετε την ευχή μου.
Αν είναι μέσα για να μπει, εμένα να λυπάστε…

“Βρε σεις, γκιαούρ γιουνάν! Τι μας κατηγοράτε;
Για το καλό σας, ήρθαμε! Ποιος μας τ’ απαγορεύει;
Να πεις… δεν θα ’χετε χαρά; δεν θα καλοπερνάτε;”
Στήνει τουφέκι ο Χάροντας κι επί σκοπόν, φονεύει:

“Ωιμεεεε! παιδιά καημένα μου, παιδιά μου, αγαπημένααα…”
( Τρία! Στρατιώτες ζήλεψαν και τα ’στειλαν στον τάφο.
Στα όρια της Κερύνειας, ακουμπιστός και γράφω.
Μέμφομαι του Άγγλου τη γενιά, που ’θελε σκοτωμένα…)

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Κύπρος 1974 ΙΙ

άνθρωπε…

Απόκοσμο μοιάζει το φως του φεγγαριού που φτάνει.
Γκρίζα π’ αστράφτουν σύννεφα μάς βάλλουν με βροχή.
Στ’ άναστρο ισχνό και σκοτεινό το απατηλό λιμάνι.
Του στοχασμού η καρίνα μας, σε θάλασσα ρηχή.

Από το μόλο κι ύστερα, παραπατάς, διστάζεις.
Τ’ άγρια συγκρίνεις κύματα, με κείνα της στεριάς…
Χαρτογραφείς και ντρέπεσαι. Ματώνεις και τρομάζεις.
Κλαις καταγής κι οδύρεσαι. Σωριάζεσαι μεμιάς.

Μες στις παλάμες σου μπορείς τον ήλιο, το σκοτάδι.
Μες στην καρδιά σου το σωστό και τ’ άδικο, μπορείς!
Λευκό και βάψε της ψυχής το μαύρο σου ρημάδι.
Γυμνώσου! Πέτα το μαβί το ντύμα που φορείς.

Πλέει το καράβι της ψυχής, σ’ ήρεμο αν θέλεις τόπο.
Και της καρδιάς τα φύλλα της σαν θέλεις, μ’ ευανθούς!
Άμα πανί έχεις κι άνεμο, δεν θέλει πολύ κόπο.
Δες το φεγγάρι, ως αναδύεται μέσ’ απ’ τους βυθούς…

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Της φωτιάς


Α, να 'χα στόμα η θάλασσα της Σμύρνης, να μιλήσω…
ν’ απαριθμήσω τους νεκρούς που κράτησα στα χέρια.
Να σηκωθώ απ’ τα βάθη μου θεριό για να ρωτήσω:
Ξένοι! Α, ξένοι! Οπλίσατε του Αγαρηνού τ’ ασκέρια;.

Ανάγκη μου το 'χω να πω, καθώς στα βύθια κάτου
μωρά, νεκρά ελληνόπουλα κοιμίζω κάθε βράδυ.
Μοιρολογώ λυπητερά Σμυρναίικα του θανάτου,
κι ως τα σκεπάζω, τα φιλώ με παρηγόριας χάδι.

Παρακαλώ σας! φέξτε μου να ξεπλυθώ απ’ το αίμα
της πικραμένης της γενιάς της αδικοχαμένης.
Να μη χαρώ ποτέ ξανά της ομορφιάς το γέμα.
Ίδια η ψυχή μου ελλήνισας μάνας χαροκαμένης.

Φέρτε μου σκούρα σάβανα και φέρτε μου τα μύρα
και φορεσιά μου, φέρετε της άβυσσος, το μαύρο.
Εγώ είμαι! Η κυρα – θάλασσα, η μαυροντυμένη χήρα.
Την περηφάνια που ‘χασα διψώ πάλι για να ‘βρω.

……………………………….

Μαρία! Ελένη! Παιδί μου, Τάσο!!
Δημήτρη! Ρουμπίνη! Αντώνη! Λεϊλά!!
Αχ η έρμη, κουράστηκα και πώς να σας φτάσω.
Παιδιά μου, πού πάτε; ( Κανείς δε μιλά…)

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Κούρδοι

Στον Αμπντουλάχ Οτζαλάν


«Θέριευε η ψυχή θωρώντας του λυκόφωτος τη χάρη.
Φλογισμένα ρίγη – σάμπως το μυαλό σε πυρετό.
Στο θαμπό του λογισμού του, τον συντρόφευαν οι φάροι
και με λάμψεις, του θυμίζαν κάθε τι ‘ναι μπορετό.

Διύλιζε η ματιά τούς ίσκιους να ‘βρει πέλαγο η ψυχή του.
Έγνοια μόνη του τ’ αχνάρι της αυγής τ’ αλαργινό».
– Δείξε του, πώς να κιαλάρει την αναίσχυντη εποχή του.
Μάθε του, πώς να γνωρίζει τι δεν είναι αληθινό.

– Γιε μου! λιόκαλο στολίδι, συ του σύμπαντος αστέρι,
που δεν ήθελα να μάθεις, που δεν ήθελα πληγείς…
Βγες απ’ το θαμπό σκοτάδι κι έλα πιάσε μου το χέρι
να σου δείξω, ποια δεν πρέπει και ποια πρέπει για να δεις.

«Πέφτει, το παιδί, σφαδάζει μέσα στ’ άγνωστο ταξίδι.
Γκρίζο σύννεφο η ματιά του – σάμπως από πυρετό.
Γκρέμισε, γιατί του δείξαν πόθεν τέρπεται το φίδι:
Έμαθε, η ψυχή του ανθρώπου για το τι ‘ναι μπορετό…»

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κόρακες


Άτιμε κόρακα, που χτες αφαίμαξες το βιος μου,
που μ’ άρπαξες και δεν θα δω να υψώνεται σα πέρα
το καλαμπόκι το παχύ το καταπράσινό μου,
το καλαμπόκι που 'θελα να θρέψω τα παιδιά μου.

Απόκαμα μωρέ σκυφτή σπυρί – σπυρί στον κάμπο
να βάζω της στα σωθικά, να βάζω της στα σπλάχνα,
κι ήρθες ‘σύ κακορίζικο τον κόπο μου ν’ αρπάξεις,
να κλέψεις την προικοσπορά, που ‘χα γι’ αλλού ταμένη.

Ανάθεμά σε, κόρακα, που σκιάχτρο δεν φοβάσαι,
παρά μονάχα σκέφτεσαι τ’ αχόρταγό σου στόμα,
δίχως να νιώσεις μια στιγμή τον πόνο το δικό μου,
δίχως ποτέ σου να σκεφτείς, μην πέσω κι αποθάνω.

Τι σου 'κανα, μαύρο πουλί και θέλησες το βιος μου
και τ’ αμπελιού και μου 'φαγες την καρπερή πατάτα·
σαν την ακρίδα κι έφερες και του σογιού τους κλέφτες
τ’ αρπακτικά, τα βάρβαρα τα στίφη των φονιάδων…

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αέναες επαναλήψεις

– Στάσου, παιδί μου. Άκου, για λίγο…
– Ήλθεν η ώρα μου, να φύγω.
Στερνό μου “Γεια σας”.
Μάνα, πάτέρα, για τα ξένα
– με δίχως αδερφή μου εσένα –
φεύγω μακριά σας.

Γκρέμια και βύθια θα διαβαίνω.
Στις προσβολές θε να σωπαίνω,
στην καταφρόνια.
Μα, σαν ξυπνώ, σαν θα κοιμάμαι,
εκείνα πάντα θα θυμάμαι,
τα πρώτα χρόνια.

– Κάλλιο, παιδί μου, στερημένος
παρά στην ξένη πικραμένος…
Εδώ, κι αγάλι…
Όσοι ξαπλώνουν δίχως χάδι,
τους κατατρώγει το σκοτάδι,
τους καταβάλλει.

Πού θα 'βρεις Άνοιξη, ίδιο λάμπος!
Όπως της Κέρκυρας ο κάμπος
να πρασινίζει;
Ίδια πού θα ‘βρεις φύση, γέμα.
Όμοιο καθάριο θήλυς βλέμμα,
να σε κερδίζει;

– Πρέπει, πατέρα μου, να φύγω.
– Στάσου, παιδί μου. Άκου, για λίγο!
– Στερνή φορά σας.
– Κατάμονος σου, πού πηγαίνεις;
– Μανούλα μου, μην επιμένεις.
(Ω! συμφορά σας…)

1978

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Της πολυκατοικίας

Στο διάδρομο…


Τη σύναξή τους, γνωρίζω
από τ’ ανάλαφρο
των βημάτων τους
και από τους ψιθύρους…
Εδώ, κρίνονται δίκες λαμπρές
από δικαστές “αμέμπτου ηθικής”
που αποφασίζουν
εκ των προτέρων
λαιμητόμους – καρέκλες
για τους ενόχους.

Στο δικαστήριό τους,
μορφές αλλόκοτες
με γλώσσες μακριές
σαν ξίφη,
με χαμόγελο αχινού
κι ασφόδελο βλέμμα,
σκιρτούν αλαλάζοντας
με κραυγές εκσπερμάτισης.

Η εισαγγελεύς,
του ανιδιοτελούς δικαστηρίου τους,
κραδαίνει το χέρι
προτείνοντας ποινές αγχόνης.
Ορίζουν οι ένορκοι
και η πρόεδρος αποφασίζει:

«Θάνατος!

Με το πέρας των δικών
οι δυστυχισμένες αυτές υπάρξεις
ακροβολίζονται,
κατάκοπες
ασυντρόφευτες
παραδομένες στο σκότος
της ανοργασμικότητάς τους.

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Των πολέμων η έλαφος

Είμαι κείνο το στοιχειό
στη μελάνη του Ομήρου,
που δόθηκε μια νύχτα
νησί στον Οδυσσέα:
Η Καλυψώ

Είμαι κείνη η παλαιά
πρωτομέδουσα
στη ρότα της Αργούς,
η φέρουσα την τρίαινα
του Ποσειδώνα

Είμαι κείνο της Τροίας
τ’ οξειδωμένο βέλος
στο πόδι του Αχιλλέα,
τ’ αδηφάγο παλάτι
των ηρώων

Είμαι κείνο το όριο
σκαιό λίκνο
στη θύρα του τέλους,
ιέρεια της Κίρκης
και πειρασμός της αγνότητος

Εγώ είμαι, ναι! η
των Σειρήνων ολέθρια αοιδός
στο καράβι του Οδυσσέα.
Η δεικνύουσα την κερκόπορτα
προς Αγαρηνό

Εγώ είμαι, ναι! η
όλων των Εθνών πόρνη
με τ’ ανομολόγητα ονόματα,
στα σκέλη μου, βασιλείς
υποτάχθηκαν

Εγώ είμαι, ναι! η
των ενόχων θηλάζουσα,
η φερομένη φωλεά κοιτίδα
της λόγιας λήθης.
Της Ιστορίας, το έρεβος

εγώ είμαι, ναι…

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Τούτες τις ώρες, ντροπιάζεται το χώμα που θα μ’ έθαβε…

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Η σκιά

Ίσα που τη διέκρινα. Το ανάστημά της
φανέρωνε γυναίκα με ανάερη κόμη.
Έμοιαζε να παραμονεύει τις δέσμες 
μίας σελήνης άδικης και χαιρέκακης.

Κοίταξε απειλητικά προς το μέρος της
και θυμωμένα, κινήθηκε 
προς τη μέση του δωματίου.
Στο ύψος του καλωδίου της λάμπας

τα χέρια της, λιγόστεψαν τη θηλιά, 
όσο που χρειάστηκε…
Έτσι, κυρίαρχο το κράτος της σελήνης,
βρήκε πρόσφορο γι’ αυτήν έδαφος…

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Μη μου ζητάς

Στην αργή φορά
του λεπτοδείκτη,
γκρεμίζει ο χρόνος,
χάνεται.

Μη μου ζητάς,
Ελλάδα.
Δώσε μου χρόνο,
να ξεχάσω…

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Διατάραξαν της νοήσεώς μας τον άξονα…Πάρτε θέση:
……………

Η πνευματικότητά μας και περισυλλογή
εθεάθη, παραμορφωμένη πόρνη στη δύση της…


Πού οδηγούμαστε; 

Ορμώμενοι από το σύμπτωμα της ατυχούς κρίσεως των… ειδημόνων, 
θα πρέπει να καταδείξουμε την ένοχο διαγωγή και να καταλογίσουμε
τις ευθύνες, σε όσους κατέταξαν εαυτούς στην χορεία των εκλεκτών… 
Η εθνική αυτή τραγωδία που έλαβε χώρα στις 26 Αυγ 2007, πιστοποιεί
την ανικανότητα των δήθεν, ιθυνόντων εγνωσμένου κύρους και πείρας… 
Το ακατονόμαστο αυτό πλήθος, να διωχθεί διότι καμία υπηρεσία
δεν διέθεσε προς τους πληγέντες και τίποτα δεν φρόνησε.
Εάν οι πράξεις τους, συνιστούν κατά νόμο έγκλημα,
να διαπιστωθεί ο βαθμός της προθέσεως…
Όσο το σύμπτωμα υποτροπιάζει και ο καταλογισμός
των ευθυνών αργεί, θα καθυβρίζουν και θα ασχημονούν
επί των νοητικών μας λειτουργιών.

Χάριν λοιπόν της ανωφελίμου πράξεως προς την πατρίδα,
ας κρίνουμε τους “Tότε και τους Tώρα”,
καθώς και την ασύμμετρη απειλή που ασκεί,
της όποιας αρχής το βαθύ κράτος, στον τόπο μας….

24 -7 – 2007

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ώραι


Φθάσετε, Ώραι! Φθάσετε!
Εις κάλπας, να ιδωθούμε,
τας τύχας μας να ιδούμε,
τίνων αξίαν, φρονούν.

Πώς ο χρυσός των, άργιλος…
Πώς αι στιγμαί μας, κόνις…
Εις μάτην δε, νερώνεις
το νέκταρ των, Αυξώ:

Ό,τι επεθύμουν, δι’ εμέ –
κι ό,τι διὰ σε, πατρίς μου,
μεν δύναται η ευχής μου,
μα τ’ όνειδος…. Καρπώ:

Εύγλωττοι λόγοι! κλέος – αιδώς.
– Πλείονος γαρ η κόνις.
Του έαρος όθε ισκιώνεις
Θαλάττη: ωδή! Επωδή:

«Ωωω, φιλευτράπελε άρχοντα,
τούτη η φυλή που γλέπεις,
μόνο γι’ αγάπη, μίλησε.
Σταυρό, πώς κουβαλούν.
Κι αν ασεβείς, μετάνιωσε
κι αν στο κακό αποβλέπεις,
πες της, πως λάθος έκαμνες,
και κίνησε γι’ αλλού
πριν καταλάβει πως φθονείς,
πως λάφυρο τη θέλεις·
σύρε θηλιά κι ετοίμασε
κι αφέσου, να ριχτείς.
Κι αν δεν μπορείς, μονάχος σου,
για λίγο, τ’ αναστέλλεις…
Ο Γιούδας, κι αν κρεμάστηκε,
καλόν είχε σκοπό…».

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Πολιτικό μήνυμα ΙΙ

Με βλέμμα υπερόπτη, να σε κοιτάει
μ’ εκείνο το ύφος το στείρο – κενό,
κι απ’ της ψυχής του τ’ άπατα χάη,
με ηλιοβασίλεμα κι εσπερινό,

από τα βάθη κι από τα σκότη,
(μορφή θρασεία, πολιτική)
κει που τα ερέβη και η ματαιότη,
κει που το Τέλος καραδοκεί,

σκέψου! κι ενθάρρυνε του νου σου τ’ άδειο…
Φθινοπωριάτικα, με γλώσσα τεφρή,
απ’ τα κανάλια κι από τα ράδιο,
πολιτικάντηδες – προδότες, εχθροί

το μέλλον θα υπόσχονται, σιγουρεμένοι
πως πάλι, για μια φορά σε μπορούν.  –
Τα έρμα τ’ αγέννητα και οι γεννημένοι…
Οι αυτόχειρες κι όσοι σας ιστορούν…

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Περί δασών και ορέων

Έχω μια θλίψη εσπερινού Σεπτέμβρη μήνα, – κιόλα –
μα λέω μη φταίει το καιρικό το φθινοπωρινό:
Το πρωτοβρόχι τ’ άξαφνο που σπάει στα φυλλοβόλα
κι ως συντελείται, θυμικά πλησιάζω το αλγεινό.

Σα δεν μπορώ τις πτώσεις τους, κατάχαμα κει στέκω
και τα θρηνώ που κείτονται στη γης κάτω νεκρά.
Μόνη χαρά, στους στίχους μου σαν ικανά τα πλέκω.
Σαν ικανά τα λόγια μου φαντάζουνε πικρά.

Έτσι το δάσος – μέσα μου, ζυγώνω και με φτάνει,
και τα δεντρά και τα χλωρά τα νιώθω αδερφικά μου,
που σαν χαθεί κάποιο, θαρρώ θλίψη στη σκέψη πιάνει
τόση, που η λόγχη της ψυχής ξεσπά στα λογικά μου:

Έχω μια θλίψη εσπερινή, Ιούνη μήνα, – κιόλα –
που ευδοκιμούν οι θερινές κατ’ εντολή φωτιές.
Που ευδοκιμούν βουλευτικοί με μάτια σπιθοβόλα,
ζήτουλες, που δε μάθανε παρά με τις γητειές…

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Άφθονος πόλη

Πολυκατοικία 97
Οι δρόμοι της πόλεως έρημοι.
Αοιδοί με μικρές φυσαρμόνικες
συνωστίζονται στων φαναριών τα πόστα
καρδιοχτυπώντας για μεροκάματο.
Χαστουκίζονται για τεχνικές που δεν ευόδωσαν.

Πολυκατοικία 81
Από νωρίς ξηλώνουν τα δέντρα.
Στις θέσεις τους φυτεύονται μικρά παιδιά
με χλωροπράσινα μαλλιά καταστόλιστα θάνατο.
Στα κορμιά τους αποφόρια υφασμένου ξύλου
δουλεμένα μ’ απειλές ψιλοβέλονες.

Πολυκατοικία 48
Τα άλογα της πόλεως χλιμιντρίζουν –
Λαμπορκίνες και Φεράρες συν 4Χ4 (=16?)
κι αυτή… κουλουριασμένη νεκρή πλάι σε όρνια
που ’χουν νύχια και ράμφη γαμψά,
κρατά στης ψυχής τα θεμέλια μπουρίνι τον έμετο.

Πολυκατοικία 69
Έρωτες…μετρημένοι στης Κάλι τα δάχτυλα,
αθόρυβοι μα κι επίμονοι,
πικρόθυμοι,
παρομοιώδης μα κι ευγνώμονες.
Θλιμμένες στην έξοδο νύφες με βλέμμα κενό.

Πολυκατοικία 12
Αυλότοιχος.
Δολοφονημένος στίχος ερωτικός
από νωρίς φτεροκόπος.
Είναι γιατί κρυφοκοίταξε
γραμμένο σύνθημα πολιτικό.
Δυο λουλούδια στη μνήμη του.

Πολυκατοικία 24
Φανάρι. Οι δρόμοι της πόλεως έρημοι.
Τώρα στις γλάστρες φυτεύουν τις έγκυες.
Καβάλα στη σπορ σκούπα κολίγας σπινιάρει.
Τα παιδιά φυτεύονται ακόμα.
Στα κλαριά τους αυτόχειρα περιστέρια.

Άλλαξε η μέρα σκυτάλη με τη νύχτα.
Το δαχτυλίδι της μπόχας μονόπετρο.

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Φιδέλ 


Εδώ, στο νυχτοβίγλι από το άρμπουρο,
τον ήλο είχαν πρωράτες και τον πάλευαν
ανάστροφα, στη ρότα του σταυρού.
————————–

Φιδέλ, γι’ αυτούς που ανάγειραν τη θάλασσα,
το στέργω, καθώς λέτε από το πρόστεγο:
«Απέθαντοι να κρένουν με θυμό

την παίνια της ξηράς, κι όπως ξιπάζεται
και στέκει απ’ τα πινά, πιο πάνω η Θέμιδα,
αμφίγνωμη να στέργει την πειθώ

γι’ αυτόν, τον πανδαμάτορα και φίλοπλο
που βγαίνει απ’ τις στοές συναντιλήπτορας,
το πλείστον με δελφίνους, χορηγούς,

προστάτες, την πειθώ τέχνη που κάνουνε,
μπιρλάντια λαμπερά, – ειδή με πέρκωμα,
εμφαίνει εθνωφελής του Ομφαλού…

Που σέρνουν καραβάνι εδώ φερέοικο
του ατσίγγανου, – πυκνά ζώνουν το ύβρισμα,
και κάτω από το μάτι του Θεού

βερέμικος αητός πετά προσήνεμος,
γογγύζει με μια στέρφα, λόγια πύρινα,
στη γούμενα κρεμιέται του πλωριού».

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αρετή και Κακία

Τον τελευταίο καιρό, και σχεδόν πάντα πλησιάζοντας οι ημέρες της γέννησης ή της 
ανάστασης του θεανθρώπου, γίνεται λόγος στα MME, για τα προς τον Θεό και την πίστη θέματα με μένος και απόλυτη μηδενιστική διάθεση.
Με αφορμή, λοιπόν, της αυτής  διατύπωσης και διαπίστωσης,
παρεμβαίνω λέγοντας πως, απαξιώνοντας το Θεό και την πίστη, απαξιώνεται νοητικά άρα και ηθικά η ίδια μας η ύπαρξη. Η ίδια η ζωή. 

Από την αρχή της δημιουργίας του, ο άνθρωπος φειδωλός προς τους θεούς του, μέμφεται
ή συναινεί κατά το δοκούν πότε φρουρός άγρυπνος των Θείων και πότε κοιμήσης και συμπλεγματικός στα προς αυτόν αγγιζόμενα. Ο κατ’ εξακολούθηση υπότροπος και με διάθεση μυωπική, άνθρωπος, είναι ο δισχιλιετής νάνος μίας υστερόβουλης συλλογιστικής προκειμένου, να συμπαρασύρει σ’ έναν άλογο κόσμο ικανούς μα ευάλωτους, και προς αυτόν να τους εξωθήσει κατευθύνοντάς τους προς μία διεργασία ατομικής υπολογιστικής σκέψης με μόνο γνώμονα τα όποιας μορφής κέρδη. Θα μπορούσαν να ειπωθούν τα μέγιστα γι’ αυτόν, αλλά δεν είναι των ημερών και της αυτής στιγμής, καθώς ανάξιος είναι.

Στην αντίπερα όχθη, βρίσκεται ο αγωγός Άνθρωπος, της κατάθεσης, – όχι ο κατ΄ ευφημισμό διάττοντας αστέρας της ευεργεσίας και χορηγίας, μα ο συλλογικός και συμμετοχικός, ο προς τον άνθρωπο της ευθύνης ευμενής. Αυτός, γίνεται ο νοητός ιχνηλάτης της αλήθειας, αξιώνοντας την ηθική, ορθοδομώντας τα δίκαια, πνευματώνοντας και λυτρώνοντάς μας από κάθε διαβολή. Αυτός ο άνθρωπος, ο κατ’ εικόνα Χριστού ταπεινός, είναι ο αυτόπτης του ζυγού της απανθρωποποίησής μας μάρτυρας. Και θρηνεί…

Άρα, μένει σε μας, να επιλέξουμε και να αποφασίσουμε, – στο ίδιο δηλαδή ερώτημα που έθεσε και ο μυθικός Ηρακλής στον εαυτό του: «Ποιο δρόμο; της Αρετής ή της Κακίας;» 
και τελικά να συναποφασίσουμε ποιον δρόμο, ποιον άνθρωπο και ποια κοινωνία, θέλουμε.Τον Άνθρωπο της ηθικής και ενάρετης σκέψης, ή τον άνθρωπο νάνο, της απαξίας και διαβολής.

Αναμφισβήτητα, ο της Αρετής ή ορθής πίστης αυτός δρόμος, ορθοτομεί την ψυχή και ουρανώνει τον άνθρωπο. Βέβαια, ο δρόμος της θέωσης και τελείωσης είναι δύσβατος, αλλά και άκρα αντίθετος προς την Κακία… 

Η επιλογή, δική μας… Καλές γιορτές

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Ο άστεγος

Στον Κώστα †

Άστεγος, είναι. «Και κανείς» μου λέει, «δε μ’ απαντέχει».
Δεν έχει τ’ άσαρκο κορμί σκουτί να σκεπαστεί.
Κάτω από κούτα χάρτινη φυλάγεται σαν βρέχει.
Χαρά γι’ αυτόν, δεν έμεινε! Να ζήσει, προσπαθεί.

Δεν επαιτεί. Ούτε ποτέ του σκέφτηκε να κλέψει. 
(“Αυτοί”, ποτέ δεν κλέβουνε… Ποτέ δεν επαιτούν…)
Των σκουπιδιών οι μάγισσες, που το ‘χουνε μαγέψει,
έρχονται νύχτα στ’ όνειρο και του χαμογελούν.
……………………………………..
Ο Κώστας, που 'φυγε προχθές για το στερνό ταξίδι,
«άμα πεθάνω» μου ‘χε πει «όσα δικά μου, δώσ’ τα!»
Ένα στο δάχτυλο φορώ δικό του δαχτυλίδι
με μιαν ευχή: «Στο φίλο μου…» Α, Κώστα, φίλε, Κώστα!

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Ευκρινώς εννοούμενα


Εις μνήμην Αλεξάνδρου Γρηγορόπουλου

Για τι διψάς, τι πείνασες;
Γιατί τ’ άστρα σκοτείνιασες
και σαν καιρός, το νότισες,
το χάλασες, το σκότισες;

Τι από του τάφου, ζήλεψες
κι ακόπιαστα, το φίλεψες;
Πες μου, πότε τ’ αγάπησες;
Το πόνεσες; Το δάκρυσες;

Μήπως και δεν το γέννησες;
Μη τη συνέχεια γκρέμισες
και της φυλής ο αθάνατος,
έμελλε να ’ναι θάνατος…;
....................

Σε κείνο εκεί, το βλέμμα του,
στο φονευμένο το αίμα του,
δεν κείτεται τ’ αϊτόπουλο,
τ’ αγόρι, το παιδόπουλο…

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Ευκρινώς εννοούμενα ΙΙ

Εις μνήμην Αλεξάνδρου Γρηγορόπουλου

Φέτος, πριν έρθει η άνοιξη κι ανθίσουν τα λουλούδια
και πριν των δέντρων τα κλωνάρια βγάλουν τρυφερά
εγώ, δεν θα ’μαι της δροσιάς ν’ ακούσω τα τραγούδια
απ’ τα τρεχούμενα ρηχά κρυστάλλινα νερά.

Εγώ, δεν θα ’μαι για να δω πώς βγαίνει το χορτάρι
και πώς, απλώνει το χαλί στα γκρέμια, στις ερμιές.
Φέτος, δεν θα ’μαι όταν στη γης θ’ απλώνει το θυμάρι,
ούτε και θα ’μαι, τα πουλιά να δω μες στις φωλιές.

Ίσως… να ’μαι δαφνόφυλλο απ’ άνεμο παρμένο.
Κλαδί νωπό, που βύθισε στην κοίτη της πηγής.
Άνοο φύλλο ως σέπεται καιρό κιτρινισμένο.
Ρίζα! που δεν ευτύχησε δέντρο να βγει στη γης.

Φέτος, δεν θα ’μαι...

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Επιεικώς εν μικρόν βιογραφικόν ψυχογράφημα δια την εν Ελλάδι και ουχί μόνον, Δημόσια Διοίκηση 

Ανέκαθεν, αυτοί ήταν και είναι, το Βαθύ Κράτος…
Το καρκίνωμα, που σιγοτρώει τις σάρκες όλων των λαών της γης.
Ουδέποτε μας αντίκρισαν και συμπεριφέρθηκαν ως σε πελάτες,
παρά μόνον ως οι πολιτικοί ταγοί, προς υπηκόους.

Το απόστημα, π’ ουδέποτε τυχαία υπήρξε, ούτε τυχαία στο μέλλον θα υπάρξει, είναι διότι ενυπάρχει σε άτομα κατεξοχήν της υποτέλειας, της δουλοπρέπειας, με καταγωγικά κ.λπ. φυλετικά συμπλέγματα κατωτερότητας, γι’ αυτό πλείστοι εξ αυτών, προκειμένου να “διακριθούν” στις ανά τον κόσμο υψηλότερες των δημοσίων διοικήσεων βαθμίδες, με ζέση και ηθελημένη προτροπή τους, λόγω ιδιότητας πλέον και θέσης, αφαιμάσσουν (κατόπιν βέβαια ενορχηστρωμένης υπαγορεύσεως και συναινέσεως των παρακάτω) οικονομικά και ζημιώνουν τα έθνη συνυπάρχοντας ως ενεργοί Εφιάλτες σε κτηνώδεις σκοταδιστικές μυστικές οργανώσεις: Ήτοι της από καταβολής κόσμου νεοταξικής ελίτ των ερπετοειδών που, διακαής πόθος αιώνων, οσονούπω πραγματώνει το σχέδιο της επικυριαρχίας της… 

Είναι διότι, εθελόδουλοι, ευτελείς, άνοες, χαιρέκακοι! της χαμηλότερης ηθικής και κοινωνικής υποστάθμης, σε κάθε πολιτισμό, κοινωνία και εποχή, πάντα κατευθυνόμενοι από τους ικανότερους: Είθισται από τα έτερα αιμομικτικά των κτηνών φυλετικά γένη, αυτά, τα δεύτερα σε ιεραρχία τη τάξει, των υπανθρώπων δολοπλόκων, των σκοτεινών δηλ.  αρχουσών πολιτικών τάξεων, όπου γης…

Και τέλος, οι ως άνω Homo erectus ή Sapiens, είναι η επιτομή του υποείδους των βλακωδών ανθρωπιδών, αχρείο κατάλοιπο της πιθανούς εργαστηριακής, από τους παραπάνω, υποχείριας γενετικής μετάλλαξης και συνέχειας των αρχέγονων ζωωδών τεράτων και σαράκων, των βδελυρών, – τέχνη παναρχαία των Τίποτα…

Από τη συλλογή “Σκωπτικαί αλήθειαι”

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Επέπεσον Ιάκωβε και τα οστά έσονται ημέτερα

Μομφαί 

Αφιερούται, εις τας πολιτικάς του Ελληνικού κυνοβουλίου εξουσίας ων ετών 1844 – 2014 – και σε όσους προθύμως συνετέλεσαν ώστε να γίνομεν εις την σκέψιν και αρετήν, ανατολίται. Είχον χρονικώς έτη εκατόν εβδομήκοντα δια να δημιουργήσουν χώραν πρότυπον και ουχί να τελούμε σήμερον υπό καθεστώς βιαίας αποικιακής κηδεμονίας και δη, υπό βαρβάρων παλαιών υποτελών μας, των τε και καλουμένων «Ακαθάρτων». 

Μεμφόμεθα, λοιπόν, τα των υπανθρώπων της αρχούσης τάξεως εκείνης σκηνώματα, ζώντων και τεθνεώτων, διότι κόπον κατέβαλαν και παίδευσιν ικανή εις το να δημιουργηθεί μερίς ατάκτων και διεφθαρμένων ζωώδους φύσεως, που τέλεσαν και τελούν ασεβείς προς το έθνος και την πατρίδα..

Όπισθεν του καλαισθήτου των ενδυμάτων των, βρίσκεται ό,τι πιο απεχθές και ακάθαρτον είχεν η φύσις δώσει, ό,τι πιο κακοφορμισμένον και μεμολυσμένον – λόγον ασεβείας, μίσους και ύβρεως απ’ εποχής πρωτανθρώπου.

Τα βδελυρά ταύτα αποβράσματα, λοιδόρησαν αφελείς και ανοήτους, με δόλον στυγερόν κτηνώδους φονέως και φύτεψαν σπόρο πλάνης πολύριζον και βαθύριζον τόσον που, ούτος επιμηκύνθη απ’ άκρου εις άκρον του έθνους θέλοντας μολύνειν τους ύστερους και ικανούς. 

Τα τοιαύτα ανθελληνικά σκηνώματα, ζώντων και τεθνεώτων, τα εκ του σπερματικού Τουρκοσπορικού σωλήνος εκβράσματα βδελυρά, έφεραν και φέρουν τον όλεθρον της απειθείας προς το συνάνθρωπο έθνος και το σύνταγμα με μόνον σκοπόν, την ιδιοτέλειαν και το κέρδος. 

Δια τούτο, προκειμένου να ξεπεράσωμεν τον σκοταδισμό και την λήθην, ηθικώς και πνευματικώς, θα πρέπει τους αυτούς τυχαρπάστους και ανεπαγγέλτους, να περιθωριοποιήσωμεν και απομονώσωμεν από το βιβλίο της ιστορίας διότι μόνον δεινά έφεραν και αδιέξοδα εις την πατρίδα και εις τους Έλληνας.

Απευθυνόμενοι προς τους αυτούς κιναίδους, παιδεραστάς, παιδοφίλους και κοπρολάγνους, όλων των αυτών εποχών και όλων των ιδεολογικών σχημάτων, δηλαδή τους κατ’ εξακολούθησιν και καθ’ υποτροπήν γελωτοποιούς της πολιτικής – γνωστούς αγνώστους εις την πολιτικήν ιστορίαν, λέγομεν το εξής ευφυές: . Μηνύστε μας! Μηνύστε μας!

Πράξετε, μόνον συντόμος, διότι εάν δεν έχετε την τόλμην της μηνύσεως, 
να περιμένετε και τα του Άδους κοσμητικά…Εκ της μελάνεως των όρχεών μας περι-ποιήσαμεν προς εσάς τιμάς, διότι επί των προσώπων σας τελέσαμε και ολοκληρώσαμε ταύτα…

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Αι σκιαί του Άδους

Τελευταίως, υστερότερα της εσπέρας, 
εκ των τοιχών του δώματός μου
παλαιές του φρενοβουλίου κεκοιμημένες υπάρξεις
σύρουν τας αλύσσους της αισχύνης των
και περιβάλλουν την κλίνην μου
με ψιθύρους ακατασχέτους 
όπως:

Δοθεισάν μοι την ψήφον! Δοθεισάν μοι την ψήφον! .

Υπό την ωχράν λάμψιν του λαμπτήρος μου,
εν τη παρόδω της στάσεώς των,
οι ζώντες αυτοί πένητες της σκοτίας
χαίρουν με γέλωτες
ως να μεθύσκουν
δια την νέαν των μαζών εξαπάτησιν. .

Ένεκα των απασών – της επανεκλογής των – ανοήτων, 
τα αυτά ρυπαρά και ακάθαρτα,
θα τα υφιστάμεθα επί μακρόν (3,5 έτη) 
εντός των τοιχών και δωμάτων του φρενοβουλίου
έως την επομένην της παρελεύσεως της εκλογής των
και πλείστας κατ’ εξακολούθησιν άλλας… .

Απενίπτετο τας χείρας σας… 

Από τη συλλογή «Σκωπτικαί αλήθειαι» 

©Γιώργος Ν. Μανέτας

1η Οκτωβρίου του 2017, μακελειό στο
Λας Βέγκας: Τουλάχιστον 58 νεκροί


 Λιλιπούτ ΙΙ

Ένα ενδιαφέρον παραμύθι 

Μύρμηγκες και Μυρμηγκοφάγοι

Άλλος ένας υποτιθέμενος μακελάρης του ΙSIS, του φιδιού δηλαδή που εξέθρεψαν και εξόπλισαν οι ίδιες οι ΗΠΑ και που, τελικά, γύρισε boomerang χτυπώντας τους την ουτοπική Lilliput … (Κλαίμε μόνο για τα αδίκως χαμένα παιδιά). 

Κατά τα άλλα, θα μπορούσε να είναι μία καταπληκτική σαπουνόπερα τρόμου χολιγουντιανής εμπνεύσεως και παραγωγής, «αξιακή!» που θα εξυπηρετούσε, αν μη τι άλλο, εντέχνως φοβικά και με ύφος τραμπούκου τα γεωπολιτικά της συμφέροντα, τα οποία, ως γνωστόν, αυτά εκπορεύονται και εκπονούνται μέσω του NSC, του Εθνικού (υποτίθεται) Συμβουλίου, το οποίο συμβούλιο αποτελείται από ιδιώτες, που τη διοίκησή του επιμελούνται οι αόρατοι Ιlluminati, οι λέσχες Bilderberg και το Freemasons clubs του παγκοσμίου κεντρικού Ισραηλιτικού συμβουλίου των Seven Sisters οικονομικά ματσωμένων πολυεθνικών εταιριών – σαν να λέμε Cosa Nostra ή Mafia – και βέβαια πάντα με την ως είθισται προεδρική συγκατάθεση, ανοχή και συναίνεση.

(Τώρα… όσον για τον κίνδυνο να χαρακτηριστώ «Αντισημίτης», εκ των προτέρων σας λέγω πως υπεραγαπώ τα φύλα των συγγενών μας γλωσσικά και πιθανώς βιολογικά Εβραίων (βλ. Γιαχουντά) και φίλους μου αδερφικούς πλείστους έχω. Όμως… επί των δικαίων και αδίκων, εσαεί θα επιτίθεμαι σε αυτά τα της χαμηλής ηθικής κτηνάνθρωπα γένη, τα Τίποτα, που καμία άμεση σχέση δεν έχουν με τον πολύπαθο στο ρου της ιστορίας λαό του Ισραήλ. Αναφέρομαι στους σφετεριστές παλαιάς κοπής κατ’ όνομα Εβραίους, τους τύποις, τεχνητούς και μη, αυτούς δηλ. τους παραπάνω παλαιούς γερο-λαδέμπορους μαυραγορίτες και νυν τρισεκατομμυριούχους, που μη έχοντας τι άλλο να κάνουν, μηχανορραφούν εδώ και αιώνες σε βάρος της ανθρωπότητας, έτσι για να… «σκοτώσουν» την ώρα τους… )
Αυτός, λοιπόν, ο μακελάρης με τα νευροφυτικά τσατάλια – και θα εξηγήσω γιατί, όπως και όλοι οι προηγούμενοι από αυτόν, είχε υποστεί λοβοτομή ελέω συστήματος HAARP, από τα κεντρικά της CIA, ερήμην του βέβαια, έτσι λοιπόν τον υποχρέωναν τα τελευταία χρόνια να παρακολουθεί ασυστόλως και επί δωδεκαώρου καθημερινής βάσεως, τηλεοπτικές σειρές τύπου West Wing και Designated Survivor και κατόπιν, τις υπόλοιπες ώρες, τον παράσερναν προφανώς με δόλο στην ύπαιθρο ώστε να εκτεθεί και εθιστεί στους αεροψεκασμούς. Είναι ένας τρόπος υπό-νοητικής άσκησης που προκαλεί έμμεσο προς στιγμήν τρόμο του υποσυνειδήτου διαταράσσοντας το βιοχημικό σύμπαν του βάλλοντα και που, μετά από εντατικά τηλε – υποχρεωτικά σεμινάρια τα οποία υπόκειται το θύμα – θύτης, είτε κατ’ οίκον είτε στα.. φιλόξενα υπόγεια της CIA, εξελίσσεται σε τρέλα.

Εάν εξαιρέσεις τους άδικα κατακρεουργημένους νέους, τις «παράπλευρες» όπως λένε πια, ανθρώπινες απώλειες, τίποτα το μεμπτό, σε λίγες μέρες θα το είχαμε οικειοποιηθεί ή και ξεχάσει, όπως το Μακεδονικό, έτσι όπως το είχε θέσει τότε ο τώρα μακαρίτης (?) Μητσοτάκης.
Κατά τα άλλα, ήταν μία ακόμη συνηθισμένη για τα κολεγιόπαιδα της CIA, μέρα.. 
Πότε εκεί, πότε στην Κωνσταντινούπολη, πότε στο Μπεσλάν στο θέατρο της Μόσχας από τους έτερους ομοϊδεάτες πολιτικά και θρησκευτικά του ΙSIS, Τσετσένους, πότε στο Τελ Αβίβ με αντίποινα κατά Παλαιστινίων και πότε…
who knows…

Το γεγονός είναι ένα: Στο, ανυπόστατο εθνικά, κράτος των Lilliput, 70 χρόνια τώρα, αφεντικό είναι αναμφιβόλως το απρόσωπο NSC το οποίο υποθάλπει τη CIA και όχι μόνο· ποιος νοιάζεται άλλωστε για τους εσωτερικούς μηχανισμούς ασφαλείας της. 

Χθες, τα θύματα τής εντέχνως ανθρώπινης διακωμώδησης ήσαν παιδιά, όπως στους δρόμους της Γερμανίας και Ολλανδίας. Οι παρακινούμενοι εθισμένοι μακελάρηδες, έπραξαν κατ’ αυτόν τον τρόπο διότι κάποιοι υποτελείς σπεκουλαδόροι, σε κάποια γραφεία σκοτεινά – καθώς οι ψυχές τους, την ώρα που ο υπόλοιπος κόσμος διασκέδαζε ή μοχθούσε για το μεροκάματο, αυτοί όριζαν τις τύχες του κατά το αναμενόμενο και προσδοκώμενο σχέδιο, το καθοδηγούμενο από τα πιο πάνω κέντρα. Γι’ αυτήν την απραξία και μη έγκαιρη αντιμετώπιση μόνο θυμό, ντροπή και αποτροπιασμό μπορούμε να νοιώσουμε για την επάρατη εν προκειμένω, CIA, την σκοτεινή αυτή παγκόσμια τρομοκρατική οργάνωση που λειτουργεί ως κρατική οντότητα υπερδύναμης, όπου γης, χωρίς να δίνει αναφορά για τις τραμπούκικες μεθόδους, πράξεις και συμπεριφορές της, σε κανέναν… Ακούγεται, πως στη χώρα μας ο αριθμός τους φτάνει περί τους τριακόσιους, τους οποίους ερήμην του στεγάζει – τρέφει και αποζημιώνει, από την τσέπη του, ο Ελληνικός λαός. 

Έτσι, λοιπόν, συλλυπούμεθα συντετριμμένοι με δάκρυα στα μάτια, και μόνον οδυρμό και πόνο μπορούμε να νοιώσουμε για τα θύματα, της νέας αυτής αναιδούς προς τους νεκρούς μεθόδου των CIA και NSC. Μας είναι αδιανόητο τούτο, γι’ αυτό και αναρωτιόμαστε: Μα είναι δυνατό να είναι αυτοί άνθρωποι; Και αν είναι, πώς δεν λυγίζουν μπροστά στον ανθρώπινο πόνο και μπροστά στο αίμα τόσων αθώων ψυχών; Ποιας πουτάνας άραγε μήτρα γέννησε αυτά τα αιμομικτικά των κτηνών απολειφάδια και είμαστε εμείς και ο υπόλοιπος κόσμος δέσμιοι και εξαναγκασμένοι να βιώνουμε μέρα παρά μέρα τούτες τις αναίσχυντες και πρόστυχες προς την Ανθρώπινη υπόσταση και αξιοπρέπεια, πράξεις;

Άνθρωπε, λεύτερε πολίτη αυτού του πλανήτη, με τη θεϊκή καταγωγή: Μέσα σε αυτόν τον κόσμο των μυρμηγκιών και Μυρμηγκοφάγων, πάρε θέση και αποφάσισε για το άμεσο μέλλον σου και γι’ αυτά που έρχονται οσονούπω. Μην βρίσκοντας αντίσταση, οι σάρακες τούτοι με τις υποτελείς πολιτικές άρχουσες τάξεις, όπου γης, αποθρασυμένοι θα σε υβρίζουν και θα σε διακωμωδούν, εμπαίζοντας και εξευτελίζοντας. Πριν να σε κατασπαράξει το αχρείο κατάλοιπο της νεοταξικής συντεχνιακής αυτής ελίτ: Μίλα! Ορθώσου! Αντίδρασε!


Ο τρελός του χωριού  

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Οι πατριδοκάπηλοι και η Ποίησις 

Πλατεία Καραϊσκάκη, Πειραιάς

– Τι λες;

Εφοπλισμός και εφοπ-ληστές; Μέγα το της θαλάσσης κράτος; Τo θαύμα της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, της μεγαλύτερης στον κόσμο; Μπούρδες! Βαρύτιμες… Τ’ ακούω και μου ‘ρχεται να ξεράσω, γιατί το θαύμα αυτό, στην εξ ημών των παλαιοτέρων υπομονή στηρίχθηκε, και ήταν το θαύμα της σκουριάς και της σήψης, που έναντι πινακίου φακής, μας είχαν σ’ αυτά τα κάτεργα της ντροπής οικοδόμους και όχι ματσακονιστές, στη σαπίλα της συνειδήσεως των. Ήταν το θαύμα της σκοτίας και αβλεψίας, της εντροπής των εδώ παροικούντων την Ιερουσαλήμ υφισταμένων και προϊσταμένων, μίας πολιτείας δηλαδή ανάλγητης και ανίκανης στο να διευθετεί συμφέροντα πολιτών της.
Ανέκαθεν, οι ξενόφερτοι αυτοί ανθέλληνες κερδοσκόποι, οι της αλλοδαπής τυχάρπαστοι και καιροσκόποι – πατριδοκάπηλοι, είχαν το “κάτι τις” για τους επονομαζόμενους “Νεκροθάφτες”, που προΐσταντο της πολιτικής και των φορέων αυτής. Είναι αυτοί οι ίδιοι των τελευταίων σαράντα ετών, που έφεραν τη χώρα σε αδιέξοδα πρωτόφαντα και ανεπίτρεπτα, για κράτος που ανήκει στη συντεχνία της Δύσης του εικοστού πρώτου αιώνα. 

Και ασθμαίνοντας υπό το γήρας και υπό το κέλευσμα της συνειδήσεως του, συνεχίζει: 

“Οι κατάπτυστοι αυτοί και ασυγκίνητοι μισέλληνες, που λόγο δεν δίνουν σε κανέναν για το πόθεν «αίσχος», μαζί με το “αφορολόγητο” της εδώ συμφωνίας, κουβάλησαν και τη βρωμιά της ασυνειδησίας τους από το City του Λονδίνο και στρογγυλοκάθισαν με την πραότητα του χασάπη, στην Δική μας Πατρίδα, την Ελλάδα. Εδώ και δεκαπέντε χρόνια χτίζουν ναυτικές σχολές σε κράτη τριτοκοσμικά με μισθούς μηνιαίους των εβδομήντα δολαρίων (βλ. Φιλιππίνες κ.α) προκειμένου και μόνο την εξαργύρωση της ωφελιμότητάς τους, σε κέρδος. Και αν διερωτάσαι, προς τι ο θεματικός τίτλος και πού αφορά η ποίησις, είναι γιατί σκέπτομαι, να στραφώ σε πιο αξιοπρεπή επαγγέλματα από αυτό του αιώνιου τρωγλοδύτη – φυλακισμένου της ναυτικής επιστήμης, ναυτικού και να πάψω πλέον με τις εικόνες τις ωραιόσχημες να παρασύρω νέους ανθρώπους σε ένα επάγγελμα που ούτε στον χειρότερο εχθρό μου δεν εύχομαι”.

– Ό,τι γέγονε, γέγονε, λοιπόν;
– H ρήξις, τελική και αμετάκλητος:
“Η ποίησις, πνίγηκε! 

Μετ’ ολίγων λεπτών, έγειρε, εκεί στο παγκάκι
νεκρός από ποίηση.
Μόνο… από τα έγκατα της ψυχής του,
ένας ψίθυρος, κάτι σαν… :

«Εκ των σπαργάνων της μητρός μου,
ούτος ο λόγος που διψώ
το υγρό στοιχείον.
Την συνεβούλευε ιατρός μου, 
δια τας μεμβράνας, τίς λειψός 
από παιδίον. 

Διεγνώσθη ασθένεια σοβαρά, 
κι αυτή, μηδέ πήρε φαιδρά,
την όποια αιτίαν.
Πολλάκις, έκλαιε εις τας φολίδας,
δια ν’ αποθέσει τας ελπίδας,
εις Παναΐαν. 

Στιγμαί της σαρξ μου, λυπηραί,
κι ούτος εξήρχετο, δι’ εμέ 
της είπε, ιδίως:
«Θάρρος! (Αι λέξεις, φοβεραί…
Τι μ’ επιφύλασσες, καημέ,
κι ομοιάζω ιχθύος;

Τουτέστιν, έζησα πολλά…
ο γέρο-χρόνος, μου γελά,
διόλου σπουδαία.
Όστις, ταξίδεψεν ναυτίλος,
και τ’ ωκεάνιον είδε χείλος,
κλείνει μοιραία.

………..

Δια τούτο, ας ήμουν μεταλλάς, 
να πελεκώ και να τροχώ 
με τας μακίνας,
παρά να κάθομαι, ποσώς 
πολύς διευθύνων τας ακτάς, 
απ’ τας Αθήνας… «

* Και εν προκειμένω, «επαυξάνοντάς το» προς αποφυγήν παρεξηγήσεων..: Οι παλαιότεροι εξ αυτών δημιουργοί των απέραντων εμπορικών στόλων απάτριδες, φιλοτιμότεροι και ουσιαστικότεροι ήσαν, από τους ευκόλως μεταγενέστερους διαδόχους εξαρτημένους του ευσχήμονος καπιταλισμού. Άτομα δηλαδή του παραλόγου της ιδιοτελείας και άκρας εκμεταλλεύσεως, που έχουν περιπέσει σε μία περιδίνηση υπολανθάνουσας πνευματικής καταστάσεως της τάξεως της μισανθρωπίας, λόγω των ψυχοτρόπων του καπιταλισμού. Οι ασθενείς και δυστυχείς αυτοί άνθρωποι, οι της ψυχικής διαβρώσεως, ουδέποτε το έθνος των Ελλήνων αγάπησαν, πολλώ δε τον ίδιο τον Έλληνα ναυτικό . Εμείς, οι κατάφορτοι από μνήμες παλαιότεροι του ναυτικού επαγγέλματος, σιωπούμε ηθελημένα (όχι εθελοτυφλούμε) διότι άνθρωποι είμαστε Έλληνες και συγχωρούμε…
Ωστόσο, εμείς επόπτες στη βάρδια των ορίων θα στέκουμε και χρέος θα έχουμε έναντι της αληθείας, εποπτεύοντας από τη γέφυρα της συνειδήσεώς μας τη νοσηρότητα και απρέπεια όσων επιβουλεύονται κεκτημένα ημών και αλλήλων.

6 – 1989

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ελλάς VΙΙ

Η Μοναξιά

Σε αυτόν τον τόπο,
καθηλωμένη,
διάγει τις μέρες της
δυστυχισμένη,
διάγει τις νύχτες της
δίχως χαρά.

Η έρμη σκότισε
και παραπαίει,
και νιώθει ως έρημος
δίχως να φταίει,
γι’ αυτό αποκρίθηκε
στη Μοναξιά:

«Έλα! – της φώναξε –
καλή μου φίλη,
εδώ που φέγγει
το αχνό καντήλι·
κάθισε δίπλα μου,
να σου τα πω.

Κάθε τι σκέφτομαι
στίχο το πλέχω
κι ό,τι παράταιρο
πια τ’ απαντέχω.
Έτσι μου μάθανε,
να καρτερώ

μα, ως προσκύνησε
η ψυχή το χρήμα,
εγώ για τ’ άδικο
και για το κρίμα,
θα γράφω πάντοτε
αι θα μιλώ

για τα «ως είθισται»,
για τα «ως πρέπει»,
διαμαρτυρόμενη,
σε αυτό το ρέπι.
Σε αυτής της κάμαρας
τη σιγαλιά,

κλαίγω τη μοίρα μου,
τ’ άδικο κλαίγω,
μιας κι άλλο τίποτε
πια δεν ορέγω,
μιας και δε μ’ άφησαν
λίγη χαρά.

Ο νους μου σάλεψε
και καταρρέω,
δίχως η έρμη
κάπου να φταίω·
ο φταίχτης, λάλησε
με τον παρά

κι έγινε, υπέρτατος!
Πολιτικάντης! –
στημένης τράπουλας
Ρήγας και Φάντης».
Κι αυτή, που στράφηκε
στη Μοναξιά,

κάθε τι σκέφτεται
στίχο το πλέχει
κι ό,τι παράξενο
πια τ’ απαντέχει.
Έτσι τη μάθανε,
να καρτερά…

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κι έπειτα, τίποτα… 

Μονάχα η Ποίηση θέλησε για εκείνη να πονά…
Κάτωχρη στέκει δίπλα μου και με κοιτάει στα μάτια.
Της λέω σιγά πως το μυαλό μου αρχίζει να ξεχνά.
Πως δεν θυμάμαι αν έζησα σε ρέπια ή σε παλάτια.

Πως δεν θυμάμαι ποιας στεριάς τη θάλασσα πατώ.
Αν ζωντανός ή πέθανα σε κάποιο μου ταξίδι.
Αν είναι αλήθεια η άβυσσος στα χέρια που κρατώ.
Αν στου ποδιού μου γνώριμο που με δαγκώνει φίδι:

«Πες μου, καλή μου, μέθυσα και δεν καλά θωρώ;
Κόκκοι λευκοί του αλμόλοιπου, μου μπήκανε στα μάτια;
Αντί για διάσημα, εγώ σημαία μου τη φορώ
και την πηγαίνω αδιάκοπα στα μήκη και στα πλάτια.

Ω, Ποίηση! πες μου, ποιος εχθρός σφοδρά που την μισεί;
Δώσε μου χρόνο, ένα χαρτί και πένα, για να γράψω.
Να σου την κάνω αθάνατη στα χέρια μου, χρυσή!
Να νιώσω εκείνης τη χαρά, ως να μου πει να πάψω…»

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Η άρχουσα τάξη...


Η άρχουσα τάξη, το σύστημα, θέλει πνεύματα πειθαρχημένα
χωρίς κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις, που δεν παρατηρούν,
προϊδεάζουν και που δεν καταθέτουν θέσεις και απόψεις με αμεσότητα
και ευθυκρισία. Δεν θέλει, τύπου θεώρησης έλλογες απαντήσεις
και αξιολογήσεις, που αφορούν την ανθρώπινη συμπεριφορά και βίωση.
Το σύστημα, αιώνες τώρα, καταδιώκει την φανέρωση
 και τη δυναμική του»Αντιστέκεστε». 

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Μέγας Αλέξανδρος

Σχίσου, λιθάρι, κι άνοιξε το στόμα να μιλήσεις
κι από το φυλλοκάρδι σου, με λίθινη κραυγή
φώναξε, για ν’ ακούσουνε οι Ανατολές, οι Δύσεις:
Καθ’ Έλληνας, πως τίκτεται από γενιά διαυγή.

Μίλησε, θάλασσα πλατιά κι εσύ πέλαγο, πες μας
πόθεν τ’ αγόρι το τρανό που κίνησε νωρίς,
το δισχιλιόχρονο παιδί, που φέρουν οι καρδιές μας,
που φέρουνε τα μάρμαρα κι οι πήλινοι αμφορείς;

Κι εσείς, Φαγιούμ υπέρκαλα, από την ερημιά σας,
πείτε μας, ποιον Αλέξανδρο σας δείξαν οι σοφοί·
ζωγραφικά περίτεχνα με την λαμπρή ομορφιά σας,
της Πέλλας γιοι, Ελληνόπουλα, με την αγία μορφή.

Κι εσείς! εσείς κουτόφραγκοι και Δυτικοί φασίστες…
Και Αριστερά μορφώματα της ανεπροκοπής –
πόρνοι, δοτά σκηνώματα της Δεξιάς, αριβίστες
κι άπαντες όλης της Βουλής, της ανιστορικής…

12-6-2018

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Το ξεπροβόδισμα της Ολυμπιάδας

Αλέξανδρε, αγγελούδι μου!
σπλάχνο, δικό παιδί μου,
σου δίνω την ευχή μου,
να πάγεις στο καλό.

Μόν’ να προσέχεις, μάτια μου.
Να ντύνεσαι ολοένα.
Δεν θα ‘χεις τώρα εμένα,
ξοπίσω να γυρνώ

για να σου λέω: «Αγάπη μου,
φόρεσε το σκουτί σου».
Το ασπίδι, το σπαθί σου
να τα ‘χεις κατά νου

γιε μου, καθώς ο κόσμος σου
σαν της οχιάς το βλέμμα…
Ξημέρωμα και γέμα,
τα μάτια έχε ανοιχτά,

κι όταν κοιμάσαι, Αλέξανδρε,
κι όταν ξυπνάς· το νου σου.
Να νιώθεις και του εχθρού σου
το κοφτερό μυαλό.

Γιε μου, με την πανσέληνο
θα πω στη Σαλονίκη,
στα πλάτη και στα μήκη
πως κίνησες νωρίς

ώστε, εμείς, στον θρόνο σου
ασίγαστα ολημέρα,
ως την στερνήν εσπέρα,
ως την στερνή στιγμή.

Καλό ταξίδι, αγόρι μου.
Κάθυγρο το μαντήλι
θα σου κουνώ. Τα χείλη,
με αβασκαντήρια ευχή.

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Το κράτος

Ποιους, Ερινύας πικρόχολο φίδι, παραμονεύεις;
Πώς ευτυχείς να νιώσουνε και ποια για Σε χαρά
όταν, Ελλάς, ερήμην σου τα τέκνα σου φονεύεις
στα παν – αχρεία του Κράτους σου λιμνάζοντα νερά;

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Κατάδεσμος ΙΙ

Ω, Εφιάλτη Σόι-μπλε, τέκνο του Κουασιμόδου,
εμετικό κακόσπερμα και δράκε του Κομόδου,
της Βερμαχτ συ, μασονικό γερμανικό σκουλήκι,
που πίστεψες, πως την Ελλάς σ’ αιώνια θα ‘χες δίκη

εσύ, το τίποτα! δουλί, στα σχέδια του Εωσφόρου,
συγγενικό συ βδέλυγμα του Τούρκου του αιμοβόρου,
απόψε, νύχτα στις εννιά, σε δένω σε αρμυρίκι
άβρεχτο, πέρα και σκορπώ στα μάκρη και στα μήκη

σάτυρε! ημίπληκτη ντροπή, ύβρης – μόνο που υπάρχεις,
καταδικάζω σε, μηδέ στην άβυσσο πια ν’ άρχεις,
κι αφίλητος! κι ασέβαστος! στον τόπο, παρευθύς
δίχως ανάσα: Π’ αγαπάς τον Χάρο, να γευθείς.
Νεκύων άμενηνά κάρηνα…

Από τη συλλογή “Σκωπτικαί αλήθειαι”

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Έκτακτο ΙΙ

Δρομοκαΐτειο έτος 2097 αριθμ. μνημονίου 412

Της τρελής

Ιατρικό απόρρητο. Όνομα: Ελλάς
1) Κατάστασης ασθενούς ελεγχόμενη (;)

Αμάραντο κράτα το φως και την καρδιά σου πλέρια.
Κάν’ τη γραφή σου ζυγαριά να τους τ’ απαριθμείς.
Μιαν αλλαξιά έχουν τ’ άνθη σου και φως από τ’ αστέρια.
Ξαγρύπνησες, για να τους πεις πώς χτίζεται το Εμείς.

2) Κατόπιν ισχυράς ενεσίμου δόσεως 420 mg lexotanil

Γίνε χαλί να πατηθείς μα μην κακιώσεις διόλου.
Κι άμα στο ζύγι ρίχτηκες δείξε πως δε νογάς.
Τα νευρικά κι οξύθυμα είν’ όλα του διαβόλου.
Άνθρωπος δείξε δυνατός κι ότι πως δε λυγάς.

3) Αλλαγή ψυχοτρόπων. Η ασθενής κατόπιν διπλασίας δόσεως

Δέξου χαστούκι αριστερό κι ένα κροσέ δεξίτη.
Να σε λακτίσουν κάθισε κι άμα θελήσουν να…
στήσε τους κώλο να χαρούν, πριν πάρουν σου το σπίτι.
Δώσε χαρά στον άνθρωπο σωστά που κυβερνά (;)

4) Αυτοέλεγχος. Μη συνεργάσιμη και ανταποκρινόμενη εις τας δόσεις

Τούτος της τρέλας – στίχος μου, δεν πρέπει να ευοδώσει.
Δε μένει χρόνος να σας πω σάμπως άλλο γι’ αυτά.
Η ταραγμένη σκέψη μου διψάει να με προδώσει.
Μες στο κελί και σκέφτομαι, τι δεν είπα σωστά…

©Γιώργος Ν. Μανέτας


«Να, Λόλα, ένα μήλο»

Σκέφτομαι, κείνα τα παιδιά, π’ αύριο σχολειό θ’ αρχίσουν
με δίχως να ’χει η σάκα τους, τετράδιο και μολύβι.
Οπού καλούνται ζωντανή τη φλόγα να κρατήσουν,
αυτή, που θέλει της ζωής τα σκότη να συντρίβει.

Τα στερημένα, σκέφτομαι, τα πιο αδυνατισμένα…
π’ αύριο δε θα ’χουν να χαρούν, δε θα ’χουν να γελάσουν.
Οπού φορούν τα περσινά, τα πολυφορεμένα
ποδήματα κι ενδύματα! Που πρέπει να χορτάσουν

με μία μπουκιά ξερό ψωμί, του τάδε και του δείνα…
(Ντρέπομαι τη κατάντια μας, τον απανθρωπισμό μας.
Ποιος ειδεχθής; ποιο σκήνωμα, που τα ’σπρωξε στην πείνα;
Μην είμ’ εγώ; Μην είστε εσείς; Ποιος θέλει το χαμό μας;

Ποιος είν’ ο φταίχτης; πείτε μου! ποιος είν’ ο νοικοκύρης…;
Δείξτε μου, ποιος! για να τ’ αστράψω μια, να τον τσακίσω!!
Ποιος τη σπορά μας, χάλασε; Ποιος είναι, ο κακομοίρης…;
Δώστε τον! δώστε τον σ’ εμέ, να σας τον συγυρίσω…)

«Α μπε μπα μπλον…»

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Εξ αφορμής

Οι παραληρηματίες του κέρδους με τα ανθρωποκτόνα ένστικτα, που ως φιλάνθρωποι παριστάνουν πρόσωπα τραγικά και φρονούν τους άμοιρους, συγκλονισμένοι…

Αυτοί, λοιπόν, που βεγγαλικά εκτοξεύτηκαν άμετρα πλούσιοι, οι της χαμηλής ηθικής τάξεως, οι ελάσσονες, οι τίποτε, οι ακαλαίσθητοι και διανοητικά νάνοι, οι άστεγοι την ψυχή, οι αντισκεπτικιστές – αντιπραγματιστές και απαξιωτές της γήινης φύσεως και της ανθρωπίνης υποστάσεως, οι σηματοδοτούντες το τέλος μας…!!!
Στη θέαση των σταλαγμών των δακρύων μας, κρατούν τις καλύπτρες της ιδιοτέλειας
και συνεχίζουν, από όποια θέση κι αν βρίσκονται, να μη συμμερίζονται τον ανθρώπινο πόνο…

Ο τρόπος και το κόστος, στο να εμποδιστούν, βρίσκεται στα χέρια αυτών που δεν ανήκουν στην παραπάνω φυλή:

…………………………………………    

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Είναι κόπος…

Χρόνια που ’μαι μακριά σου
ερημώθηκε η καρδιά,
μ’ ένα μαύρο νύχτας πέπλο…
κι είν’ τα στήθη μου ερημιά
κι είν’ τα μέσα μου, ρημάδια.\

– Τα σκοτάδια…

– Σε ξεχνώ, μα πάλι εντός μου
ψιθυρίζεις μυστικά:
« Μην η σκέψη σου, ησυχάσει…»
Μα… δεν σ’ έχω ξεπεράσει,
κι αν η σκέψη μου, ξεχάσει…

– Σ’ έχω χάσει…

– Κάθε σκέψη μου, για σένα,
κάθε δάκρυ μου, πικρό,
έρημη πατρίδα, μόνη…
Καπετάνιος είν’ ο τρόπος
να ’χει, τον προστάτη ο τόπος…
– Είναι κόπος…

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Το φιλί του Ιούδα

Στις ΜΚΟ...

Δεν κάπνιζε, κι ήταν γιατί
πάλευε, για το μέλλον της ελάτης.
Πονούσε τ’ άστεγο μικρό γατί,
μίλαγ’ εντός του ο ποδηλάτης.

Κι ήρθε! μετά, πολιτικά εντυμένος,
έτσι… ατσαλάκοτος, ιδανικός.
Όμοιος στ’ ανάστημα Τιτανικός
έμοιαζε, αναστημένος.

Κι είχεν, ο λόγος του, μια σημασία…
ουδόλως θύμιζε κάποιαν απάτη…
Πρωθύστερο ύφος, όψη μ’ ουσία –
καθώς η νέμεσης του διπλωμάτη:

«Α, πόσο αδιάφορες ήσαστε Μοίρες…
Λάχεσις, δείξε μου, πριν με προδώσουν.
Άτροπος, λάθεψε! Κλωθώ, τι πήρες;
Ποιοι θα ματώσουν;

Κι όσον… για τα λεφτά που υπήρχαν…
Ίσως, να γίνανε κοινωφελή…
Ίσως, για φάρμακα, κάποιων που βήχαν…
Ή, ζάρια παίχτηκαν, για ένα φιλί!

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Στων αδόξων τη λήθη και στ’ ατίμητα σκότη,
– δίχως στέφανους, δάφνες και χειμάρρους κλαυθμούς, –
εσύ θ’ άρχεις μαζί με τυράννους ταγούς,
ευπειθής, δουλικός, με συνήθειες προδότη.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Η πολιτικιά κοιλιά…

Αι Δύο…

Τώρα που αντίστροφα χτυπά του ρολογιού σου η ώρα
και μ’ άγριο μάτι, στ’ άδικο, φέρεσαι θυμωμένα,
τα ρούχα της υπομονής τα διπλοφορεμένα
ντύσου, ή πες ανάθεμα κι απ’ την αρχή προχώρα.

Τώρα που αψήφησες ξανά κείνο τ’ ανάβλεμμά τους…
κι ένοχη μοιάζει σου η σιωπή, σαν και συμφέρον να ’χεις (;)
θρέψε μ’ ανέργους τη νωθρή πολιτικιά κοιλιά τους
και γίν’ ο γαϊδαράκος τους, του σβέρκου και της ράχης.

Τώρα που φτάσανε κι αυτά τα θλιβερά μαντάτα…
και τον ιδρώτα σου άρπαξαν και βρέθηκες στη σχόλη,
δώσε άμα θέλεις το δικό μικρό σου πορτοφόλι:
Μη με μετράς συνένοχο μες στη δική σου στράτα.

Τώρα που ο κόσμος χάνεται και το… “παιδί” ξεχνιέται,
παίζοντας με προηγούμενα και θλιβερά παιχνίδια,
εσύ τηλε – παράθυρα μ’ αυτόν καθώς πηδιέται…
– Ποιος μίλησε γι’ αρχί…;

……………………………………………………………..

Τώρα που πρόθυμα οι σκιές υπέστειλαν τη «μέρα»
και σιωπηρά κι αθόρυβα τη δέσαν στον ιστό της…
«εκείνης» φτάνει ο συριγμός σαν τον αχό από σφαίρα,
ή κάτι σαν από θηλιά στον πάλλευκο λαιμό της.

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Τι το ’θελες…

Τι το ’θελες, Γιώργο, να βγεις και να πρωθυπουργέψεις,
αφού σαμάρι γάιδαρου δεν ήξερες να ζέψεις.
Πιότερο να ’λεγες: Παιδιά, το βύσσινο να μένει:
Δεν ξέρω εγώ να οικοδομώ με την πεπατημένη.

Θες να σκεφτώ, πως όλ’ αυτά τα φταιν οι Αμερικάνοι;
Ο Γερμανός, πως θέλησε το ευρώ για να ξεκάνει;
Ας έλεγες, σ’ όλους αυτούς που δώσαν την ευχή τους…
πως εξωγήινοι φταίξανε κι ο σατανάς μαζί τους.

Κρίμα..! Ρε φίλε, να χαρείς, τώρα τι θ’ απογίνεις;
Σε κλαίω και συλλογίζομαι, άνεργος που θα μείνεις…
Μη θες, να γίνεις ναυτικός; Μούτσο, θες να σε πάρω;
Σε αναγουλιάζει η θάλασσα; Να ’ρθω να σε μπαρκάρω

να κυβερνήσεις τις ερμιές κι όλα τα της θαλάσσης;
Μα πάλι, λέω, ρε συ μη θες… να μου τήνε χαλάσεις…;
Άσε! Με πόνο θα σκεφτώ κάτι για σε να κάνω.
Τι λες για τ’ άστρα… ή μήπως θες, κι ακόμα παραπάνω!

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Για δες…!

Για δες, εκεί, την άβυσσο του αληθινού τους κόσμου.
Πιότερο στις κακόφημες κολάσεις, που ’χα εμπρός μου…
Ρε συ, κοίτα τα σβέρκοι τους, τις πράξεις τους, για κοίτα:
Θυμίζουν κείνο το φτωχό κοράσιο, με τα σπίρτα…;

Τι βλέπω; Μέγαρα λαμπρά; Κι η βρώμα από τα χνώτα..;
Κοιμήθηκα, έτσι; γράφοντας… Αν ήξερα, απ’ τα πρώτα
θα βούταγα, μωρέ, κι εγώ! θα ’τρωγα σαν τον πούσ..!
Σιγά, μη βάλω τ’ άσαρκο κορμί μου, στον προκρούστη.

Ξυπνήστε, ωρέ! να μοιάσετε στη δύναμη του Αννίβα…
Γιατί σε μέγαρα όλοι αυτοί, κι εσείς ξύλου – καλύβα;
Αυτά τ’ ανίδρωτα, λερά κι ανίκανα κορμιά τους,
στιγμές αρχαίων θυμίζουνε; Κάτι, απ’ τη λεβεντιά τους;

Αυτά είναι κακοσπέρματα τουρκόσπορων σουλτάνων.
Αυτοί σ’ τα πήραν όλα σου και μοιάζεις των ζητιάνων!
Ψήφισε δυο και ρίξε το! Κοιτάξου στον καθρέφτη…
Ρε συ, μαζί τα φάγατε κι έμενα λέτε κλέφτη;

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Γιατί, Κύριε…;

Νύχτα του Nότου.
Τρεις του προδότου.
Το πρόσωπό του
σαν του φονιά.

Μου βγάζει λόγο.
Μυστικολόγο.
Τα λόγια τρώγω.
Με κυβερνά:

«Η χώρα, φθίνει!
Μέσα στη δίνη…»
Κάτι μου δίνει,
μα το ζητά.

Επευφημίες…
Πλούσιες κυρίες.
Και στις κηδείες,
κομματικά.

Σήκω! και μίλα.
Μ’ ανατριχίλα.
Δεν έχω βίλα
και ταρσανά.

Πορείας εργάτης.
Λιμενεργάτης.
Και παραβάτης,
στη γειτονιά

τούτου του κόσμου,
που εχάθη εμπρός μου…
Ζητώ το φως μου!
– Μήνας εννιά…

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Του Νταβαντζή

Η περί των Ελλήνων εθελουσία έξοδος…

Στάση Σοδόμων• το κορμί και οι Δώδεκα θαμώνες.
Στήθη αφημένα με σπουδή, τα χείλη τρυφερά.
Τώρα που στρατοπέδευσαν βαρβαρικοί στρατώνες,
θ’ αντισταθούμε αναίμακτα; Νιώστε, λίγη χαρά:

Ω, πανωραίοι λευκοί φαλλοί του Παρθενώνος, όλοι
με την ωχρά σταλάξετε των οργασμών σας μέθη
μήπως και νιώσουν τη χαρά των Ευρωπαίων οι κώλοι:
Η λύσις, εξευρέθη!…

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Α, Χένρυ…

Στον Χένρυ Κίσινγκερ

Σαν φτάσεις νύχτα, Χάροντα, να τον ξεπροβοδίσεις
από τον μάταιο κόσμο αυτόν που μίσησε πολύ,
πάρε μεμιάς και θάψε του τη βρωμερή χολή
ή αν θέλεις, δώσε τον σ’ εμάς, πριν τον νεκροφιλήσεις.

Πάρε το κτήνος, πάρε το κι άλλη χαρά μη ζήσει
το κτήνος, που επιβράβευσε του Νόμπελ το συνάφι.
Η κλαίουσα Κύπρος, προσδοκά μνημούρι να του χτίσει…
Της Ινδονήσιας οι νεκροί και του Τιμόρ οι τάφοι…

Χάρε κακέ και Νίξονα, στο Μπαγκλαντές προσμένουν
τρελό να στήσουνε χορό, τσιμπούσι! μουσικές!
Να πλήξουν τη φαιδρή ψυχή προσμένουν – απ’ τα χθες.
Είναι η Χιλή και το Βιετνάμ, κι άλλοι που περιμένουν…

Α, Χένρυ…

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Ο Ποιητής ΙΙ


Αυτός…

δεν έγραψε ν’ αδράξει δόξα.
Αυτός, δεν πάλεψε για “Ευχαριστώ”.
Δεν φέρει αιμάτινα βέλη και τόξα.
Μόνο την πένα του έχει· γι’ αυτό

σκιρτά,

μπρος στ’ άδικο και μπρος στη θλίψη,
κι όταν διορθώνει… φεύγει, γι’ αλλού!
Δεν έχει ο λόγος του κάτι να κρύψει,
όπως του μέτριου και του δειλού.

Τρέφει!

και τρέφεται με την αλήθεια –
έτσ’ είν’ η σκέψη του, πόνος γλυκύς.
(Αυτός, που πάλλεται μέχρι τα βύθια,
δεν έχει ανάπαψη· ο δυστυχής…)

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Kαταισχύνη

Παρακαλώ σας, πείτε μου! πώς μέσα μου να γιάνω;
Πώς μέσα μου για να χαρώ, που μου ’τυχαν εμπρός μου;
Θαρρώ πως πρέπει να τα πω πριν μου ’ρθει ν’ αποθάνω.
Θαρρώ πως πρέπει να γενεί ο απώτερος σκοπός μου:

Στην αχυρένια μια νυχτιά του Νίγηρα καλύβα,
στην αγκαλιά μου ένα παιδί σχεδόν σκελετωμένο,
(τ’ αθώα ματάκια του θυμάμαι ακόμη ως με κοιτούσαν)
στα ξαφνικά, ξεψύχησε για το ’χανε ταμένο

της Δύσης κείνα τα θεριά, οπού κανείς δεν θέλει,
που κλέβουνε της Αφρικής το γάλα και το μέλι.

Στις Φιλιππίνες, στο Ροξάς, δε θα ’τανε τεσσάρων…
που κάποιος ναύτης Γερμανός το πήρε να χαλάσει.

Σημάδι το ’χω στη ζερβή γροθιά μου, κι έχω ακόμη
τα δόντια εκείνου, που ’σπασα να μην ξαναγελάσει
της Δύσης τ’ άγριο το σκυλί, που θέλει να ξεδώσει,
και την Ασία την πόρνεψε για να τον ξεπληρώσει…

Κι ήταν, ακόμη, στο Καλάτ που την πετροβολούσαν
γιατ’ είχε κάποιον μόνη της θελήσει ν’ αγαπήσει.
Ντράπηκα τόσο κι έκλαψα σαν το ’δα με τα μάτια
που τα ’βγαλα, μη ματαδώ την πρόστυχη τη Δύση

που σπούδασε τους εθνικούς δοτούς της ηγετίσκους,
και με πετρέλαιο μόλυνε τους ηθικούς και θρήσκους.

Στην Καρθαγένη κι ύστερα, – Θέ μου, συγχώρεσέ με,
μα το ’δα εμπρός να γίνεται το φονικό στην πράξη,
κάποια πολύ που αγάπαγε το νταβαντζή με πάθος,
ένα μαχαίρι τράβηξε κι εκείνον είχε σφάξει. –

Για του χρυσού τ’ αντάλλαγμα, τους πήγαν την πανώλη.
Τους κυβερνούν πανσπερμικά της Δύσης, και Διαβόλοι!

Έχω της μαύρης ξενιτιάς τραγούδια εγώ γραμμένα
που κρύβω χρόνια μέσα μου για δεν πολύ θ’ αρέσουν.
Είναι στενάχωρα, γιατί με δάκρυα είναι δοσμένα
τόσο, που θα με οικτίρετε, γιατί θα σας πονέσουν…

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Η τελευταία βάρδια

– Αργά βυθίζεται! γιατί; Δε βλέπω να τ’ αντέχει.
– Έστησ’ ο Θάνατος χορό κι έχει τρελή χαρά.
Ίσως τ’ ανέλπιστο σ’ αυτές τις θάλασσες ν’ απέχει…
– Έξι παρά.

Ο υγρός χιτώνας της, θαρρώ παράξεν’ αφημένος!
– Ναι, δείχνει να μη νοιάζεται καθόλου αυτή για μας.
Ίσως ο Χάροντας – σκοπός να νιώθει θυμωμένος.
– Γι’ αυτό και μας…;

– Σβήσ’ το τσιγάρο σου! – Γιατί, μήπως φωτιά κι αρπάξει;
– Ίσως να μην εντόπιζε τις δόλιες μας ψυχές…
Μπορεί και να ξεχάστηκε, ή να ’χε αλλού ν’ αδράξει…
– Άρχισες τις ευχές;

Γυρνάει σε όστρια! Γιατί τα πόδια σου υγραμένα…;
– Απομεινάρια κρίματα κι άκαιρες προσευχές.
Ασύδοτα τα Χερουβίμ με τα κορμιά ιδρωμένα…
– Δεν ήταν ατυχές…;

Γιατί τα μάτια σου, βυθός; Παράξενα κοιτάνε!
Η σιαγόνα, κρέμασε στο στήθος το λειψό!
– Χαθήκανε στο μέτρημα και τα ξαναμετράνε.
– Πες μου, γιατί διψώ;

Γιατί τα χείλη μου, αρμυρά; το πρόσωπο, βρεγμένο;
– Οι στοχασμοί αντιπάλεψαν την επωδό χαρά.
– Πεπλανημένε, είχες καιρό στο κούτελο γραμμένο:
Έξι, παρά…

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Κρίσεις

Λέγει… σε αυτούς που γράφουνε δίχως κλαυθμό και πόνο:
« – Με ζέση πρέπει και με ορμή να δίδεσθε· με πάθος!»
Σε αυτούς, που πιάνουν στις εφτά και λένε «Οχτώ τελειώνω»
πρέπει, τους λέγει, απαγγελτά ως να μουδιάσει η γνάθος.

Να ’ν’ το χαρτί των, μ’ αίσθημα! η πένα των, να κλαίει.
Να ρέει με πόνο στον λευκό κι έρημο ακόμη τόπο.
Ο λόγος των, να ’ν’ ποταμός κι ως χείμαρρος να ρέει,
όχι… σαν κείνων των στεγνών, που καταβάλλουν κόπο.

Θέλει, κλαυθμό! θέλει, οδυρμό! να νιώθει το χαρτί των.
Ήχον η πένα πνιγερόν να βγάνει και να σειέται!
Να θέλουν κι αι βουνοκορφαί να κλάψουσι μαζί των.
Να μνημονεύει ο διαβαστής και να σταυροκοπιέται.

Μα…

«Πού ’ν’ η ψυχή; πού η δύναμις; πού ’ν’ η καρδιά σας;» λέγει:
« – Εις την ψυχή σας, πρόχειρα σας δόθηκεν το πάθος;»
(Γέροντας, είναι, ποιητής που ακόμη νιώθει, φλέγει!
Θυμώνει. Ορθώνει τη φωνή κι όλα τα βρίσκει λάθος).

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Εν αρχή ην ο λόγος

Η Ποίησις…

(η εν συγχύσει διατελούσα, σύγχρονος…
εστίν Μούσα πεφιλημένη
πλήθος ανδρών αισθημάτων…)

…ήτο.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Περί της τέχνης του λόγου

Ξεφύγαμε από την ποίηση της οικειώσεως και της ορθής αποδόσεως,
δηλαδή της εξοικειωμένης προς εμάς παλαιάς του μέτρου και της παράδοσης τεχνικής.

Οι τεχνοτρόποι νεωτεριστές, σύγχρονοι και οι “μετά”, θεωρώ πως
παρεκτράπηκαν της πορείας και λειτουργούν πλέον χωρίς τις
νοηματικές και δυναμικές της επίδρασης…
Αυτόματες γραφές καθ’ όλα επιτηδευμένες, σήμερα κατά 90%,
κάνουν κατάχρηση της συνοχικής λογικής και παρασύρουν ανερχόμενα ταλέντα,
αποσπώντας τους την προσοχή από τις εικόνες τις ευφρόσυνες
που δονούν και μεγιστοποιούν την έμπνευση.
Άναρχες γραφές, ασύνδετες με το πραγματικό της εμπνεύσεως περιβάλλον,
που θεωρούν εαυτούς αυτοφυώς ευφυείς, παρωδούν την τέχνη και τεχνική της ποιήσεως,
δημιουργώντας στρατιές μιμητών που αθέλητα καρατομούνται, ανεπιστρεπτί…

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Η Ποίησις Τι

Ποιηταί; Μα είναι ανεπίτρεπτον, εις την εποχήν των λοβοτομημένων…
των στρατευομένων της ιδικής μας παν-αχρείας ανηθικής τάξεως,
της εκπτώσεως και ευτελείας…

Εν ποιητήν ίσως δυνάμεθα ικανόν ως μέτρον σύγκρισης δια
να τον αναδείξομεν, προς ίδιον ημών όφελος, περιφέροντάς τον
φαλλικόν σύμβολον εις τα σκέλη της λόγιας λήθης, έως ότου επέλθει
το πολυπόθητον τέλος της παναρχαίας των αυτής τέχνης· δι αυτό
επιτάσσεται τινά τρόπον τοιούτω να λέγειν: «Πλέον, θα ποιείτε πλαγίως,
εν κρυπτώ και παραβύστω, άνευ φιλοσοφικών και άλλων τινών θεωριών».
Η Ποίησις, θα πρέπει να χαίρει την εύνοιαν και αποδοχήν των μετρίων,
ώστε να παρωδείται η τέχνη των σπουδαίων με νοσηράς ή ζοφεράς
ατμοσφαίρας πονήματα – τα άνευ αξίας και πάντα βεβαίως με την ευχήν:
Είθε να σκέπει την ποίησην, το άλικον φως των πορνείων, διότι
τότε μόνον θα κατανικηθεί και ευτελισθεί η Στοχαστική των Μάγων αυτών που,
επί πλείστους αιώνας, τας σκοπούς μας οικονομικώς και κοινωνικώς,
τόσον πολύν έβλαψεν το πανούργον ποιητικόν γένος.

Εν κατακλείδι: Η Ποίησις, Τι…;

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ευθυμογραφήματα


Η απογοήτευση

Η Δέσποινα, – καλή της ώρα –
ήταν αδελφή ψυχή και αδελφική φίλη της αδελφής μου.
Ανοιχτό βιβλίο τα μυστικά της, όλα! σε μένα…

Όμως, η καημένη, ανέραστη έμενε
προσμένοντας τον παιδικό της έρωτα, που ξενιτεύτηκε
– τότε δέκα χρόνια – για να φέρει λεφτά, να την ζητήσει…

Κάποια φορά, λοιπόν, έμαθε από τη μάνα του παιδιού πως έρχεται,
κάποια Τρίτη, με καράβι στον Πειραιά.
Ντύθηκε, με τα καλύτερά της:
Χρυσά – ίσα μ’ ένα καρότσι, παπούτσια, ρούχα, εσώρουχα, καπέλα,
όλα πάνω από 500.000 παλαιές.

Και φτάνει η Τρίτη, κι αυτή πρώτη στο μόλο,
και να η σκάλα από το καράβι,
και να…

Όταν τον είδε, λύγισε.
Παρόλο που είχαν περάσει τόσα χρόνια…
Αυτός ίδιος και απαράλλακτος. Όμορφος, ψηλός, καλογυμνασμένος.
Η μόνη αλλαγή πάνω του, ήταν ο αέρας της κίνησής του.
Κάτι με τους γοφούς του, κάτι με τον καρπό του δεξιού του χεριού…

Κάτι…!

Είχε πάντως μιαν αλλαγή φέρει ο άνθρωπος, από τον έξω κόσμο…

Αργότερα, την ίδια μέρα, μου εκμυστηρευόταν η ίδια
πως μάλλον τον χάλασε η θάλασσα, με τον κυματισμό της,
έτσι… άγρια που είναι…

Η φίλη μου, η Δέσποινα… καλή της ώρα…

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Δίδεται αμοιβή

Η φίλη μας η Μαρία, κόρη του Μήτσου του Μπέλκα,
του χασάπη, που ό,τι της άρεσε το ‘παιρνε, γενικώς,
επαγγέλετο φόνισσα ανδροφάγος κι όπου κοντάρι αρσενικό,
το λιάνιζε μέχρι τελευταίας ρανίδας.
Στην ομορφιά, δράκοντας επτακέφαλος με στήθος μακρύ ως τα γόνατα,
με στόμα περίσσιο σε μέγεθος και περί των απολήξεων άκρων εξαδάχτυλη.
Έτσι και της τύχαινε αρσενικό, εστίαζε θηλυκός Ρομποκόπ για να το κατακτήσει.
Αμέσως γούρλωνε τα μάτια της και δεν άφηνε άνθρωπο να κοιτάξει, να μιλήσει.
Φαρμάκι και δηλητήριο! ρήγμα του Άγιου Ανδρέα γινότανε.
Άλλαζε όψη κι έπαιρνε κείνο το χρώμα το θανατί.
Τα νύχια μάκραιναν ωσάν του λυκανθρώπου σε πανσέληνο.
Γύπας γινόταν με ράμφος γαμψό. Τσουνάμι και καταιγίδα.

Με…. όλα αυτά τα “ προτερήματα” που είχε, την προσέχαμε,
γιατί δεν ήθελε και πολύ για να… σε βράσει στη χύτρα της, –
έτσι φημολογούταν.

Κάποτε, λοιπόν, έκαμε αρραβώνα με τον Επαμεινώνδα, παιδί πλούσιας οικογένειας,
μία σαϊτιά δρόμο από την Κηφισιά κι όχι αετός μόλα καλούμα…Ωραίος νέος,
σκαρί νιόβγαλτο, παλικάρι με κοψιά καλογυμνασμένου Άδωνη – όχι του τσιριχτή..!
Ο εν λόγω λοιπόν νέος, δεν φαινόταν να έχει σκοπό προς εξασφάλισή της,
παρά να περάσει καλά κι όσο πήγαινε. Μόνο που το “πήγαινε”
δεν κολλούσε καλά στη Μαρία και στους σκοπούς της, γι’ αυτό
σκέφτηκε να επισπεύσει… “Ακούστηκε” πως άναψε το καζάνι της,
έβαλε το νεράκι της και τα μαντζούνια, κι αφού τα μαγείρεψε,
τον κάλεσε για φαί. Εκεί, – λένε, – όπως το παλικάρι έτρωγε,
να κάτι βατραχοπόδαρα γυμνόποδα φρόκαλα – λες και καμηλοπάρδαλης,
να κάτι ποντικοουρές, να κάτι κοκαλάκια από νυχτερίδα…
Είδε κι απόειδε ο άνθρωπος να βγάζει τρίχες και ορνιθόπτερα…
μα μόλις κατάλαβε…

Την επομένη, η Μαρία με γυαλί μαύρο και πρησμένα ζυγωματικά στο Cafe.
– Τι έχεις ρε φιλενάδα; – Τίποτα! – Ποιος σε πείραξε ρε Μαρία;
– Κανείς! Κιχ δεν ακούστηκε. Μέχρι που στο τέλος έφυγε κλαμμένη
κι έκτοτε δεν την ξανάδαμε.
Παρακαλείται, όποιος γνωρίζει…

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Το χαρτί

Με τη χλιδάτη, του Parker μου πένα,
αντιπαλεύαμε μ’ ένα χαρτί.
Γραφή, δεν έπιανε! Τα λερωμένα
μήπως σκιαζότανε; Μη και φθαρεί;

Των λέξεων, έβαλλε τα σοφικά
και της ποιήσεως κάθε αρμονία.
Στου ειρμού μου μέσα την αγωνία,
κόπο κατέβαλε, προδοτικά

αυτό το τίποτε, το δίχως μάρκα,
– πολτού κωλόχαρτο που να μη σώσει –
αφ’ ότου το ‘βαλα μέσα στη βάρκα,
βάλθηκε αυτό να με πληγώσει…

Αυτό μου χάλασε και τη μελάνι
του Parker, τη χλιδάτη πένα…
Σκοπό του το 'βαλε να με πεθάνει,
γι’ αυτό κι εγώ, – τώρα σε σένα

σου δίνω μια και πας στο διάλο
και, χα! εκεί κάτου, μες στο νερό!
Χαρτί υγραμένο και φθονερό.
Α, μόνο μάρκας..! μυαλό θα βάλω…

©Γιώργος Ν. Μανέτας

Της ΔΕΗ(Σ)

(Από τηλεοράσεως τηλεκαφενείου αντλούμενο
μαργαριτάρι νεαράς καλλονής).

Της Θαλάσσης κατήρχετο πλοίον 
σύρων όπως ανέμου ζωστήρ. 
Τίς δεν θέλη φωτίζων αστήρ,
το σημείον;

Εις την κόμην πλαϊνού κοπηλάτου
ευαισθήτου, κι ηρέμου ψυχής,
ενεφάνη φωτός μια ρυτίς,
φανοστάτου.

Μήπως ήτ’ ο αστήρ που ’κοιμήθη
στην σημαίνουσα κόμην αυτήν;
Την πιο πρέπουσα χρόνου στιγμήν,
συζητήθη:

 Όστις φέρην αχτίδας εις κόμην,
– και λερά ’ς έχη αυτήν κεφαλήν,
θέλη ελπίση δια πάντα λεχθήν:
Τίς πληρώνην.

Δι’ αυτό, είς διαφέρην εις κόμην,
– διαπιστούσας ξανθάς συμβουλής,
έν καλύπτοντα χρόνον χρεώνην,
η ΔΕΗ(Σ).

©Γιώργος Ν. Μανέτας



17309377_10154631184183049_6412996147744948960_n

…Κι όπως κυλάει του καραβιού το αναιμικό κουφάρι
αυτό, που αναμετρήθηκε με κύματα – θεριά…
το χαιρετίζουν φέγγοντας οι πελαγίσιοι φάροι,
το χαιρετούν οι θάλασσες – στερνή παρηγοριά.

Στ’ απόνερά του φίλντισι τα υδρόβια φωσφορίζουν
κι ένα φεγγάρι αλλιώτικα του φέγγει αποψινό,
σαν σε δικό που χάνεται πενθούν και μακαρίζουν
συμπλέοντας προς την άβυσσο, κοιτώντας στο κενό.

©Γιώργος Ν. Μανέτας
15179206_1173853839373383_7155233137046608224_n
Εάν δεν θυσιάσεις κομμάτι από τον εαυτό σου, 
μην περιμένεις το μέλλον ολόκληρο.

©Γιώργος Ν. Μανέτας
jl

…Τώρα που πρόθυμα οι σκιές  υπέστειλαν τη «μέρα»
και σιωπηρά κι αθόρυβα τη δέσαν στον ιστό της…
«εκείνης» φτάνει ο συριγμός σαν τον αχό  από σφαίρα,
ή κάτι σαν από θηλιά στον πάλλευκο λαιμό της…


©Γιώργος Ν. Μανέτας
rtjheyjhhfejhyjujutjuej

16729018_10154538527203049_6846132484541179810_n

( 5 / 2 / 2009 – 29 / 12 / 2014  


   Δια τις απόψεις σας, ευκρινώς συστηθείτε            
 copyright
 tumblr_mvsqb980e21s85u2fo1_500

https://georgemanetasexaformis.wordpress.com/2005/03/14/5/